by Αντρέι Κοτσεργκίν
‘We have such sights to show you!’
Ακόμη θυμάμαι το ανάμικτο συναίσθημα απόλυτου τρόμου και σαδομαζοχιστικού ενθουσιασμού το οποίο με κυρίευσε την πρώτη φορά που, ως ανυποψίαστος και αθώος πιτσιρικάς, αντίκρισα την απόκοσμη και τρομερή μορφή του Pinhead να κάνει την εμφάνιση της μέσα από τις σκιές και πίσω από την άτυχη Kirsty Cotton και να την προετοιμάζει για την είσοδο της σε έναν κόσμο ηδονής και πόνου. Κυρίως πόνου…
Πραγματικά δεν γινόταν να μην ταυτιστείς απόλυτα με αυτό το ‘Oh Shit…’ που βρίσκει το κουράγιο να ψελλίσει η ηρωίδα.
Κάποτε ο ‘δάσκαλος’ Stephen King είχε δηλώσει : ‘Έχω δει το μέλλον του Τρόμου και το όνομα του είναι Clive Barker’.
Προφανώς ο King αναφερόταν στις συγγραφικές αρετές του Βρετανού συναδέλφου του όμως να που αποδείχτηκε ότι τα παρανοϊκά και εφιαλτικά πλάσματα και τοπία που γεννά το μυαλό του καλλιτέχνη δεν ήταν ικανοποιημένα μονάχα από το να αποτυπώνονται μέσα στις λέξεις των βιβλίων του. Ορισμένα από αυτά τα πλάσματα ένιωθαν την ανάγκη να ξεχυθούν μέσα από την εικόνα ώστε να βασανίσουν αλλά και να χορτάσουν το μάτι της ανυποψίαστης ανθρωπότητας με σκηνές ανείπωτης φρίκης.
Και αυτή ακριβώς η ανάγκη οδήγησε τον Clive Barker να μεταφέρει την νουβέλα του με τίτλο The Hellbound Heart στην μεγάλη οθόνη. Μάλιστα ο συγγραφέας φρόντισε να αναλάβει τόσο το σενάριο όσο και την σκηνοθεσία του φιλμ για να εξασφαλίσει ότι το έργο του δεν θα διαστρεβλωθεί όπως γίνεται πολλές φορές με τις καλές νουβέλες που πέφτουν θύματα κακών σκηνοθετών, σεναριογράφων ή παραγωγών. Και στο φινάλε ο Barker δικαιώθηκε απόλυτα μιας και παρακολουθώντας το HELLRAISER μέχρι και ο Ιησούς θα ξέσπαγε σε λυγμούς μπροστά στην περσόνα του Pinhead και των ‘Cenobites‘ ακολούθων του…
Όμως ας ανάψουμε κάπου εδώ ένα τσιγαράκι και πάμε να θυμηθούμε αυτό το Κάθαρμα τον θείο Frank και την ιστορία της φαμίλιας του.
Στο εξωτικό και μυστηριώδες Μαρόκο ο Frank Cotton βρίσκει τον εαυτό του να αγοράζει ένα μυστηριώδες παζλ-κουτί από έναν αντικέρ. Βέβαια το ‘αγοράζει’ είναι σχετικό μιας και ο αντικέρ ουσιαστικά του το χαρίζει. ‘Πάρτο είναι δικό σου. Ανέκαθεν ήταν δικό σου…’ του λέει αινιγματικά ο πωλητής αναγνωρίζοντας τους λόγους για τους οποίους ο πελάτης του επιθυμεί να αποκτήσει το ‘εμπόρευμα’ του. Ο Frank Cotton είναι ένας άνθρωπος που επιζητεί διακαώς την απόλυτη ηδονή. Πολύ σύντομα καταλήγει να την ψάχνει μέσα στον σαδομαζοχισμό . Όμως και πάλι αδυνατεί να χορτάσει την δίψα του για πόνο και ηδονή. Το κουτί που μόλις απέκτησε υπόσχεται να του δώσει όλα όσα επιθυμεί και ακόμη περισσότερα.
‘I thought I’d gone to the limits. I hadn’t. The Cenobites gave me an experience beyond limits. Pain and pleasure, indivisible.’
Έχοντας αποκτήσει το μέσο να εκπληρώσει τις επιθυμίες του ο Frank επιστρέφει στο απόμερο και απομονωμένο πατρικό του και αποφασίζει να ‘λύσει’ το μυστηριώδες κουτί-παζλ. Θέτοντας το σε λειτουργία ο Frank κάνει την ευχή του πραγματικότητα και ανοίγει μια πύλη που οδηγεί σε μια άλλη διάσταση που ζει αποκλειστικά για να ικανοποιεί τις επιθυμίες της σάρκας…
Αρκετό καιρό μετά, με τον Frank Cototn εξαφανισμένο από προσώπου γης, ο αδελφός του Larry μετακομίζει στο σπίτι του σε μια προσπάθεια να ξαναφτιάξει την σχέση του με την δεύτερη γυναίκα του Julia. Κατά την διάρκεια της μετακόμισης ο Larry θα κόψει το δάχτυλο του και το αίμα του θα στάξει στο πάτωμα του ίδιου δωματίου στο οποίο είδαμε για τελευταία φορά τον Frank. Το ξύλινο πάτωμα θα απορροφήσει σαν σφουγγάρι το αίμα και τότε είναι που μέσα από αυτό αρχίζει να ξεπροβάλλει ένα φρικιαστικό απομεινάρι ανθρώπου.
Ο Frank Cotton επέστρεψε, ένας διάολος ξέρει από που…, και είναι αποφασισμένος με κάθε κόστος να παραμείνει στον κόσμο των θνητών. Η Julia έχει την ατυχία να είναι το πρώτο άτομο που θα τον αντικρίσει…
Ο Frank, ή τέλος πάντων ότι απέμεινε από αυτόν, ζητάει βοήθεια από τον Θεό. Όμως μιας και ο μεγαλοδύναμος δεν βρίσκεται πουθενά στο προσκήνιο στρέφεται προς την Julia. Και εκείνη δέχεται να βοηθήσει αυτό το αποκρουστικό πλάσμα μιας και ανακαλύπτουμε ότι στο παρελθόν οι δυο τους ήταν εραστές.
Ο Frank βάζει την Julia να ‘ψωνίζει’ άντρες από τα τοπικά μπαράκια και να τους φέρνει μαζί της στην σοφίτα. Εκεί η Julia τους δολοφονεί ώστε ο αγαπητικός τους να τραφεί με τις σάρκες τους και να μπορέσει να επανέλθει σε μια κάπως πιο ανθρώπινη μορφή. Και όλα αυτά κάτω από την μύτη του ίδιου του του αδελφού μιας και ο αφελής Larry δεν έχει πάρει χαμπάρι την φρίκη που συμβαίνει ακριβώς πάνω από το κεφάλι του.
Όμως όλα θα αλλάξουν όταν η έφηβη κόρη του Larry, Kirsty, θα αρχίζει να υποψιάζεται ότι η μητριά της έχει την φωλιά της λερωμένη. Η Kirsty είναι πεπεισμένη ότι η Julia κερατώνει τον πατέρα της και ψάχνει για αποδείξεις. Τελικά θα βρει κάτι πολύ χειρότερο μιας και ο ‘θείος Frank’ επιστρέφει στην οικογένεια και έχει τα δικά του σχέδια για εκείνη…
Μπορεί με το πέρασμα των εποχών το HELLRAISER να μεταμορφώθηκε σταδιακά σε μια επική ιστορία της Κόλασης και των ‘αξιοθέατων’ της και ο μύθος του κουτιού-παζλ να επεκτάθηκε με διαφόρους τρόπους όμως η αρχική ιδέα πίσω από το κουτί ήταν αρκετά απλή. O Barker οραματίστηκε το φιλμ ως μια παραδοσιακή ιστορία τρόμου μέσα σε ένα στοιχειωμένο σπίτι και σχεδόν αυτό μας παρέδωσε. Η ατμόσφαιρα, οι πρωταγωνιστές, ο ‘θείος Frank’ που ουσιαστικά είναι ένα ζόμπι που θέλει να επιστρέψει στην ζωή όλα παραπέμπουν σε μια τυπική Horror ταινία που όμως καταλήγει να λειτουργεί, ή τουλάχιστον να σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι λειτουργεί ως κάτι περισσότερο.
Και η αιτία πίσω από αυτό κρύβεται στα φρικιαστικά Cenobites και τον τρομερό και γεμάτο πόνο και μυστήριο κόσμο από τον οποίον προέρχονται….
Το πρώτο HELLRAISER μας σύστησε στον Pinhead και την ‘παρέα’ του όμως πολύ σοφά και πρακτικά φρόντισε να μην εξαντλήσει το ενδιαφέρον μας για αυτούς τους χαρακτήρες από την πρώτη μόλις γνωριμία. Ο Barker μας παρουσίασε τα πλάσματα του σε μικρές δόσεις που όμως αποδείχτηκαν επίπονα απολαυστικές και μας έκαναν να διψάμε για περισσότερο ‘πόνο’. Ο Pinhead εμφανίζεται για λίγα μόλις λεπτά όμως καταλήγει να φαντάζει απίστευτα απειλητικός αλλά και ‘γοητευτικός’ μιας και τον περιβάλει μια απόκοσμη αύρα και έντονο μυστήριο. Τέτοιοι σατανικοί χαρακτήρες ανέκαθεν λειτουργούσαν καλύτερα κινηματογραφικά όταν μας δίνονταν σε μικρές ποσότητες. Απλά ρωτήστε τον ‘Χάνιμπαλ’του Anthony Hopkins περί αυτού.
Φυσικά τεράστιο ρόλο στο να αποτυπωθεί τόσο ιδανικά ένας χαρακτήρας στο μυαλό σου παίζει και ο τρόπος με τον οποίον σου τον παρουσίαζουν. Η πρώτη εμφάνιση του Pinhead γίνεται αμέσως μετά τον χαμό του Θείου Frank όπου μια απόκοσμη φιγούρα ξεγλιστρά μέσα από τις σκιές και ‘συναρμολογεί’ ότι απέμεινε από την κατακρεουργημένη μούρη του Frank… Βλέποντας αυτή την αλλόκοτη μορφή να παίζει με αυτό το ‘παζλ’ σάρκας ξέρεις από την πρώτη στιγμή μέσα σου ότι ετοιμάζεσαι να αντικρίσεις κάτι το τρομερό που θα αποτυπωθεί στις πιο σκοτεινές πτυχές του υποσυνείδητου σου.
Ο Doug Bradley είναι από εκείνους τους ηθοποιούς που ‘καταδικάστηκαν’ από το κοινό να είναι για πάντα ταυτισμένοι με έναν συγκεκριμένο ρόλο. Και πως να μην συμβεί αυτό άλλωστε όταν μέσα από το χλωμό προσωπείο και την φωνή του,που σε κάνει να νομίζεις ότι ο χαρακτήρας του τρώει για πρωινό τις ίδιες ακριβώς πρόκες που κοσμούν το κεφάλι του , κατόρθωσε και μας έδωσε ένα από τα πιο εμβληματικά ‘τέρατα’ του σύγχρονου κινηματογράφου ?
Αν η Κόλαση αποκτούσε πρόσωπο αυτό θα ήταν εκείνο του Pinhead ντυμένο στην μαύρη δερμάτινη στολή του και θα κυκλοφορούσε περιτριγυρισμένη από σκουριασμένες αλυσίδες που στις κοφτερές τους άκρες θα είχαν απομεινάρια από ξεσκισμένες σάρκες και ψυχές. Και όμως η ειρωνεία είναι ότι αρχικά η εικόνα του Clive Barker για τον κόσμο του Pinhead ξεπερνούσε κατά πολύ την τυπική έννοια της ‘Κόλασης‘.
Στο πρώτο HELLRAISER ο Pinhead εξηγεί στην έντρομη Kirsty ότι παρά το γεγονός ότι η ανθρωπότητα μέσα από τους αιώνες αντιλαμβάνεται τον ίδιο και τους ακολούθους του ως ‘αγγέλους‘ και ‘δαίμονες‘ στην πραγματικότητα πρόκειται για όντα – ‘εξερευνητές‘ από μια άλλη διάσταση τα οποία αναζητούν σαρκικές εμπειρίες και πλέον έχουν φτάσει σε ένα σημείο όπου δεν κάνουν διακρίσεις μεταξύ της ηδονής και του πόνου. Το μυστηριώδες κουτί-παζλ είναι το κλειδί ώστε να ανοίξει μια πύλη που δίνει την δυνατότητα σε αυτά τα όντα να μεταπηδήσουν στο δικό μας κόσμο και να ‘ανταμείψουν’ εκείνον που τους κάλεσε προσφέροντας του ‘αξιοθέατα‘ και εμπειρίες που ξεπερνάνε την ανθρώπινη φαντασία και λογική.
Το στοιχείο αυτό της ιστορίας προσθέτει μερικές sci-fi πινελιές στην υπόθεση όμως η αλήθεια είναι ότι ενώ τα Cenobites οπτικά μεταφέρθηκαν με εντυπωσιακά φρικιαστικό τρόπο στην μεγάλη οθόνη η ταινία δυστυχώς δεν αποτυπώνει την ψυχοσύνθεση και τις πρακτικές τους τόσο καλά όσο το βιβλίο. Στο The Hellbound Heart πριν τα Cenobites ξεσκίσουν τον θείο Frank πρώτα του χαρίζουν ‘όλους του τους οργασμούς μαζεμένους’ μια εικόνα που σου δίνει να καταλάβεις πως σχετίζουν την ηδονή και τον πόνο μεταξύ τους αυτά τα όντα. Η ταινία πάλι επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στο κομμάτι του σωματικού πόνου για να τιμήσει την ‘Horror‘ ταμπέλα της. Επίσης στην νουβέλα όταν η Kirsty κάνει την ‘συμφωνία‘ να ανταλλάξει την φριχτή μοίρα που της επιφυλάσσουν τα Cenobites με την επιστροφή του ‘φυγά’ θείου Frank στα χλωμά χέρια των τσαντισμένων πλασμάτων ο Pinhead δέχεται την προσφορά της όμως της δίνει και ένα χρονικό όριο ώστε να την τιμήσει. Συγκεκριμένα όσο περνάνε οι ώρες η Kirsty αρχίζει να νιώθει μια αόρατη ‘θηλιά’ να σφίγγει τον λαιμό της ολοένα και περισσότερο κάτι που συμβάλλει στο να εκτοξευτεί η ένταση του αναγνώστη. Στην ταινία πάλι δυστυχώς δεν βλέπουμε ποτέ κάτι τέτοιο. Επίσης ο ερωτισμός μεταξύ του Frank και της Julia είναι σαφώς πιο έντονος και διάχυτος στις σελίδες του βιβλίου και σε κάνει να κατανοείς απόλυτα γιατί αυτά τα δυο θνητά ‘τέρατα’ ταιριάζουν τόσο πολύ ο ένας με τον άλλον και έχουν μια τόσο ψυχαναγκαστική σχέση αλληλεξάρτησης.
Όμως όπως και να χει ο Barker κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει με άκρως αποτελεσματικό τρόπο την γενική ατμόσφαιρα του βιβλίου του γεγονός που γίνεται ακόμη αξιοθαύμαστο αν αναλογιστεί κανείς ότι το HELLRAISER ήταν η πρώτη μεγάλη μήκους ταινία που σκηνοθετούσε ! Όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος εκείνη την περίοδο δεν είχε ιδέα πως πρέπει να γίνει ένα κινηματογραφικό γύρισμα και μάλιστα δεν ξεχώριζε καν τις διαφορές μεταξύ των φακών της κάμερας. Και όμως παρά την απειρία του και το εξαιρετικά περιορισμένο μπάτζετ, που δεν ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο δολάρια , ο Barker κατόρθωσε να μας δώσει ένα φιλμ σκληρό, ωμό και αιματηρό αλλά παράλληλα εξαιρετικά ατμοσφαιρικό και στιλάτο.
Οι ‘θνητοί’ χαρακτήρες του αποδίδονται με έναν τρόπο που είναι παραπάνω από επαρκής. Η Ashley Laurence ως Kirsty Cotton κάνει μια τρομερή μετάβαση από την εφηβική αθωότητα στην ενήλικη ένοχη αυτοσυντήρηση. Από την άλλη ο Andrew Robinson στον ρόλο του αφελή πατέρα προσφέρει το ιδανικό πρόβατο για την σφαγή. Όμως εκείνοι που ξεχωρίζουν είναι το διεστραμμένο και φονικό ζευγάρι των Julia και Frank Cotton. Υπάρχει μια έντονη διαστροφή αλλά και ένας ένοχος ρομαντισμός στην μεταξύ τους σχέση. Τόσο η Clare Higgins όσο και οι Sean Chapman και Oliver Smith (που υποδύεται τον ανεστημένο-γδαρμένο Frank) προσέδωσαν στους χαρακτήρες τους μια φυσική κακία που δεν γίνεται να σε αφήσει ανεπηρέαστο βλέποντας τους εν δράση. Θα τους μισήσεις και θα τους σιχαθείς για τις αποτρόπαιες πράξεις τους και θα νιώσεις μια έντονη ανακούφιση και ευχαρίστηση με την μοίρα που τους περιμένει στο φινάλε που μπορεί να είναι φρικτή αλλά συνάμα φαντάζει και δίκαιη. Για την ιστορία να πούμε ότι η φήμη πως ο συγγραφέας comics Alan Moore κάνει ένα cameo ως άστεγος δεν ευσταθεί.
Όμως φυσικά το μεγάλο όπλο του cast είναι εκείνοι οι χαρακτήρες που μας έρχονται από την άλλη διάσταση. Όπως είπαμε και πριν ο Doug Bradley κλέβει την παράσταση με την παγωμένη του ερμηνεία και κατόρθωσε να καταστήσει τον Pinhead ως μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες του κινηματογράφου τρόμου αλλά και το σήμα κατατεθέν σύμβολο ολόκληρου του franchise που ακολούθησε αυτή την πρώτη ταινία. Μέχρι και σήμερα , ενώ έχουμε δει και άλλους ηθοποιούς στον ρόλο, η ερμηνεία του παραμένει αξεπέραστη και έτσι και θα παραμείνει. Αξίζει να σημειωθεί ότι αρχικά ο ηθοποιός δεν ήταν ιδιαίτερα ζεστός με τον ρόλο όμως στην συνέχεια όχι μόνο τον αποδέχτηκε και διέπρεψε σε αυτόν αλλά συμμετείχε ενεργά και στο στήσιμο του make-up και του ρουχισμού του χαρακτήρα που σε ορισμένες από τις μετέπειτα ταινίες το όνομα του μπήκε στα credits και ως ‘assistant makeup artist’.
Πάντως κάτι που αγνοεί αρκετός κόσμος είναι ότι στην πρώτη ταινία ο χαρακτήρας του ποτέ δεν μας συστήνεται ως ‘Pinhead’ και παραμένει ανώνυμος. Το παρατσούκλι ‘πινεζοκέφαλος’ έμελλε να του κολλήσει μετά το sequel του 1988 με τίτλο HELLBOUND : Hellraiser II και έτσι έγινε και ευρύτερα γνωστός ο συγκεκριμένος χαρακτήρας, προς μεγάλη απογοήτευση του ίδιου του Clive Barker που προσωπικά σιχαίνεται την συγκεκριμένη ονομασία. Το αρχικό όνομα του χαρακτήρα ήταν ‘Priest‘ όμως μετά από ορισμένες αλλαγές στο σενάριο τελικά κατέληξε να γραφτεί στα credits απλά ως ‘Lead Cenobite’. Πάντως ο συγγραφέας έχει υποσχεθεί να αποκαλύψει το αληθινό όνομα του ‘Άρχοντα του Πόνου’ σε κάποιο μελλοντικό του βιβλίο όμως πλέον φαντάζει αδιανόητο να ξεκολλήσει από πάνω του την ταμπέλα του ‘Pinhead’.
Όμως πέρα από τον πινεζοκέφαλο σαδιστή αρκετά συναρπαστικές και τρομερές είναι και οι υπόλοιπες φιγούρες των Cenobites που μπορεί μέσα στην πλοκή να περνάνε σε δεύτερο και τρίτο ρόλο, μιας και το make-up δεν επέτρεπε στους ηθοποιούς που ενσάρκωναν αυτά τα όντα να μιλήσουν με αποτέλεσμα να μην έχουν καθόλου διαλόγους, όμως κατορθώνουν με το μυστήριο που τους περιβάλλει και το αποκρουστικό τους παρουσιαστικό να σε στοιχειώσουν. H ‘Lady Cenobite’ με την νεκρική γαλάζια επιδερμίδα της και τις διάφορες … χορδές που εξέχουν από το δέρμα της, ο ‘Butterball‘ με το παχύσαρκο κορμί του και τα κατάμαυρα γυαλιά ηλίου του που κρύβουν πίσω τους δυο φυλακισμένα-ραμμένα μάτια και φυσικά ο ‘Chatterer‘ που το μοναδικό ευδιάκριτο στοιχείο επάνω στο πρόσωπο του είναι τα φρικιαστικά του δόντια που τρίζοντας βγάζουν έναν κολασμένο και εξαιρετικά ανατριχιαστικό ήχο… όλα αυτά τα όντα θα σε κάνουν να αηδιάσεις αλλά ταυτόχρονα να θέλεις σαν παλαβός να μάθεις από τι σόι διαστάσεις προέρχονται και τι ρόλο βαράει ο καθένας τους. Ήταν ανέκαθεν έτσι αυτά τα πλάσματα ή απλά συνέβη κάτι τόσο αδιανόητο και τρομερό που τα μεταμόρφωσε σε τέρατα ?
‘Repulsive glamour’ αυτή την αίσθηση έπρεπε να εκπέμπουν τα Cenobites σύμφωνα με τον Barker και αυτό ακριβώς του παρέδωσε η σχεδιάστρια κουστουμιών Jane Wildgoose και το υπόλοιπο επιτελείο. Ο Barker άντλησε έμπνευση από την Punk αισθητική, τον… Καθολικισμό αλλά και από τις επισκέψεις του σε S&M clubs της Νέας Υόρκης και του Άμστερνταμ ! Ενώ για τον σχεδιασμό του Pinhead στράφηκε και προς την Αφρικάνικη γλυπτική.
Αυτό όμως που καθιστά τα Cenobites αλλά και τον θείο Frank τόσο γοητευτικούς Villains είναι ότι τα χαρακτηρίζει μια απίστευτη τραγικότητα. Ναι ο Frank ήταν ένας ανώμαλος Μπάσταρδος που πήρε ακριβώς αυτό που του άξιζε αλλά από την άλλη δεν γίνεται να μην δικαιολογήσεις κάπως τις αποτρόπαιες πράξεις του που χαρακτηρίζονται από ένα φυσικότατο ένστικτο επιβίωσης. Ποίος λογικός άνθρωπος άλλωστε δεν θα έκανε τα πάντα για να μην επιστρέψει στον παρανοϊκό και αδυσώπητο κόσμο των Cenobites ? Στην τελική ο Frank αναγκάστηκε να μεταμορφωθεί στο απόλυτο ‘τέρας’ ώστε να γλιτώσει από τα αληθινά τέρατα. Όμως και αυτά τα αληθινά τέρατα φαίνεται ότι έχουν περάσει στο παρελθόν την δική τους επίπονη μεταμόρφωση για λόγους που δεν μας γίνονται γνωστοί όμως και που ίσως θα ήταν το καλύτερο για την ψυχική μας υγεία να μην τους μάθουμε ποτέ. Μπορεί αυτά τα ειδεχθή όντα να υφίστανται για να προκαλούν τον πόνο όμως παράλληλα φαίνεται να ζούνε συνεχώς μέσα σε αυτόν και να τον βιώνουν και τα ίδια. Ακριβώς σε αυτή την αίσθηση πόνταρε και ο δημιουργός τους. Ο Barker είχε δηλώσει στο παρελθόν ότι δεν ήθελε να κάνει μια ακόμη αφηρημένη και βαρετή απεικόνιση του Κακού την οποία συναντάμε στην πλειοψηφία των ταινιών τρόμου.
‘Γενικά στα monster movies τα ‘τέρατα’ δεν μιλούν ποτέ για την κατάσταση τους – σχετικά με το γεγονός ότι είναι τέρατα. Εκείνο που ήθελα είναι να έχει ο Frank διαλόγους, αλλά και ρομαντικές σκηνές μεταξύ εκείνου και της Julia. Ήθελα να μπορεί να σταθεί και να μιλήσει για τις φιλοδοξίες και τις επιθυμίες του επειδή θεωρώ ότι τα ‘τέρατα’ έχουν πολλά περισσότερα και πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα να μας πουν για τους εαυτούς τους σε αντίθεση με τους ανθρώπινους χαρακτήρες. Για αυτό ακριβώς όταν βλέπω μια ταινία τρόμου τις περισσότερες φορές νιώθω ότι η μισή ιστορία λείπει. Τα πλάσματα τους καταλήγουν να είναι μια αφηρημένη απεικόνιση του Κακού με έναν εξαιρετικά βαρετό τρόπο. Το Κακό ποτέ δεν είναι αφηρημένο. Είναι πάντα συμπαγές , πάντα χειροπιαστό και πάντα κατοχυρώνεται σε μεμονωμένους ανθρώπους. Το να αρνούμαστε να αντιληφθούμε τέτοια πλάσματα ως ξεχωριστές προσωπικότητες και να μην τα αφήνουμε να μας μιλήσουν είναι καθαρή διαστροφή. Θέλω να ακούσω τον ‘Διάολο’ να μιλάει. Μου αρέσει η ιδέα ότι και η ‘Σκοτεινή Πλευρά’ μπορεί να έχει την δική της οπτική και άποψη’.
Καθόλου άσχημα για μια ιστορία που στα λάθος χέρια θα μπορούσε να αποδοθεί ως μια ‘torture-porn’ ταινία της πλάκας.
Ένα από τα δυνατότερα και πιο καθοριστικά στοιχεία του HELLRAISER είναι και τα εξαιρετικά πρακτικά εφέ που χαρακτηρίζουν το φιλμ και τα οποία μέχρι και σήμερα στέκουν υπέρμετρα ρεαλιστικά, αποκρουστικά και αιματηρά. Αντίθετα εκεί που το φιλμ χωλαίνει είναι στα ειδικά εφέ τα οποία, ειδικά στην σκηνή με το φτερωτό πλάσμα στο φινάλε, φαντάζουν αρκετά άκομψα και ψεύτικα. Όμως αυτό οφείλεται καθαρά στο περιορισμένο μπάτζετ και την τεχνολογία της εποχής και τέτοιες λεπτομέρειες ελάχιστα επηρεάζουν την συνολική αξία της ταινίας.
Φυσικά άκρως εμβληματικό είναι και το μυστηριώδες παζλ-κουτί που στην συνέχεια έγινε γνωστό ως Lament Configuration και που με τον ευφάνταστο σχεδιασμό του έμελλε να αποτελέσει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και αναγνωρίσιμα αντικείμενα που συναντώνται στον κινηματογράφο τρόμου και φαντασίας.
Το HELLRAISER βγήκε στις αίθουσες στις 10 Σεπτεμβρίου του 1987 σημείωσε μια σχετική εισπρακτική επιτυχία όμως την πραγματική του δύναμη την άντλησε αφού κυκλοφόρησε σε VHS. Η αινιγματική και απόκοσμη φιγούρα του Pinhead στο εξώφυλλο ήταν αρκετή ώστε χιλιάδες άνθρωποι να αγοράσουν την βιντεοκασέτα και στην συνέχεια να χάσουν τον ύπνο τους, για μια ή και αρκετές νύχτες, εξαιτίας του σαγηνευτικά διεστραμμένου κόσμου του Clive Barker και των ‘παιδιών’ του.
Σε επίπεδο κριτικής αποδοχής το φιλμ δίχασε. Κάποιοι έκαναν λόγο για την ‘κορυφαία Βρετανική ταινία τρόμου’ ενώ άλλοι την καταδίκασαν. Μάλιστα ο διαβόητος Αμερικανός κριτικός Roger Ebert είχε γράψει τότε ‘Το Hellraiser είναι από εκείνες τις ταινίες που τις παρακολουθείς με τον βάσιμο φόβο ότι θα αποδειχτούν μεγάλου μήκους…’ ενώ ειρωνεύτηκε και την ατάκα του King σχετικά με την ποιότητα του Clive Barker λέγοντας ότι μάλλον ο συγγραφέας σκεφτόταν ‘κάποιον άλλον Clive Barker’. Πάντως η πλειοψηφία των κριτικών επαίνεσε τόσο τα κουστούμια όσο και τα πρακτικά εφέ της ταινίας. Εκείνα που παρέμειναν αμφιλεγόμενα ήταν οι ερμηνείες, το σενάριο και η gore αισθητική της.
Όπως και να χει το HELLRAISER βρήκε τον δρόμο του στις καρδιές πολλών θεατών που μέχρι και σήμερα είναι κάτι παραπάνω από πρόθυμοι να κρατήσουν στα χέρια τους το Κολασμένο κουτί-παζλ, να παίξουν με αυτό και να επιτρέψουν στα πλάσματα που κρύβει μέσα του να τους δείξουν τα τρομερά ‘αξιοθέατα’ τους.
Αυτή η αγάπη των οπαδών για το φιλμ του Barker έδωσε την αφορμή ώστε να γεννηθεί ένα εξαιρετικό και ιδανικό sequel το 1988 που αυτή τη φορά δεν έφερε την Κόλαση σε εμάς αλλά μας έσυρε κάτω σε αυτήν και στην συνέχεια στήθηκε ένα ολόκληρο franchise το οποίο μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να μοιράζει ‘πόνο’ στους ‘αγκιστρωμένους’ θεατές που το ακολουθούν. Καμία φορά αυτός ο πόνος είναι καλοδεχούμενος όμως δυστυχώς τις περισσότερες φορές τον βιώνουμε με τον λάθος τρόπο και από καθαρό ψυχαναγκασμό…
Όμως αυτές τις πτυχές του ‘κουτιού’ θα τις ανοίξουμε και θα τις μελετήσουμε μια άλλη φορά. Όπως και να χει πλέον η αγάπη μας για το σύμπαν και τους χαρακτήρες του HELLRAISER έχει μετατραπεί σε μια σχέση σαδομαζοχιστικής εξάρτησης και αυτό είναι όμορφο αλλά και τραγικό ταυτόχρονα.