by Αντρέι Κοτσεργκίν
‘God Damn Rich Cunt… I KILL RICH CUNTS!’
Το να εισβάλει στο σπίτι σου ένας νεαρός ,μοχθηρός και φρικαρισμένος Jeff Goldblum να σου σκοτώσει την γυναίκα και να σου βιάσει την μοναχοκόρη αρκεί ώστε από ένας φιλελεύθερος και πασιφιστής αρχιτέκτονας / οικογενειάρχης να μεταμορφωθείς σε μια εκδικητική και αμείλικτη φονική μηχανή της οποίας η μόνη κινητήριος δύναμη είναι το άσβεστο μίσος ?
Σύμφωνα με το DEATH WISH του σκηνοθέτη Michael Winner και του πρωταγωνιστή Charles Bronson διάολε και φυσικά αρκεί.
To DEATH WISH είναι μια ιστορία που εντελώς φυσικά και συμβολικά γεννήθηκε μέσα από μια στιγμή εκδικητικής μανίας. Το 1971 στην πόλη της Νέας Υόρκης κάποιο κάθαρμα έσκισε την οροφή του καμπριολέ αυτοκινήτου του Brian Garfield. Επιστρέφοντας στο σπίτι ο συγγραφέας και έχοντας φάει όλο το κρύο και το χιόνι στην μάπα δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του μια και μόνο σκέψη : ‘Θα τον σκοτώσω τον πουτάνας γιο που μου το έκανε αυτό’.
Όμως ίσως λόγο και του επαγγέλματος του ο Garfield αποδείχτηκε καλύτερος στα λόγια από ότι στις πράξεις και έτσι αποφάσισε να μετατρέψει την άσχημη εμπειρία του σε μια νουβέλα που θα ήταν ουσιαστικά μια μελέτη των ‘πρωτόγονων σκέψεων’ που μας κατακλύζουν σε ‘αφύλακτες στιγμές‘. Ο συγγραφέας ξέφυγε από την αισθητική των pulp γουέστερν και των θρίλερ που χαρακτήριζε μέχρι τότε την δουλεία του και δημιούργησε κάτι πολύ πιο ωμό, ρεαλιστικό και βίαιο. Ο Garfield ήθελε να μας δώσει την ιστορία ενός άντρα που επάνω σε μια στιγμή οργής καταλήγει να βυθιστεί σε έναν εκδικητικό και βίαιο τρόπο σκέψης από τον οποίο δεν θα αναδυθεί ποτέ ξανά.
Και αυτό ακριβώς μας παρέδωσε.
To DEATH WISH δεν έγινε ποτέ το μεγάλο Best Seller αλλά πούλησε αρκετά αντίτυπα και κατόρθωσε να τραβήξει την προσοχή δυο παραγωγών οι οποίοι παίζει να ήταν και τα μοναδικά άτομα της κινηματογραφικής πιάτσας που πίστευαν ότι το βιβλίο θα μπορούσε να μεταφερθεί με επιτυχία στην μεγάλη οθόνη. Βλέπεις η νουβέλα στερούνταν βαρύτητας και αδυνατούσε να ξεφύγει από τις ‘παγίδες’ που χαρακτήριζαν τα λεγόμενα pulp μυθιστορήματα. Επίσης το γεγονός ότι στο βιβλίο ο κεντρικός χαρακτήρας, Paul Benjamin, δεν αποκτούσε το περίστροφο του παρά στην τρίτη πράξη και ακόμη και τότε η δράση ήταν εξαιρετικά μετριασμένη σίγουρα δεν βοηθούσε στο να προσελκύσει ο Garfield παραγωγούς που θα ενδιαφέρονταν να αγοράσουν τα δικαιώματα της ιστορίας του.
Και για αυτούς ακριβώς τους λόγους οι παραγωγοί Hal Landers και Bobby Roberts ‘ανάγκασαν’ τον συγγραφέα να τους πουλήσει ‘πακέτο’ μαζί με το DEATH WISH και μια άλλη ιστορία του με τίτλο Relentless. Τελικά η συγγραφή ενός σεναρίου ανατέθηκε στον Wendell Mayes ο οποίος διατήρησε το μεγαλύτερο μέρος της δομής της νουβέλας αλλά και των ‘΄φιλοσοφικών’ διαλόγων της ενώ έκανε μερικές ενδιαφέρουσες αλλαγές στους χαρακτήρες και το φινάλε ώστε να τους δώσει ένα πιο κινηματογραφικό ύφος.
Όμως παρά την ύπαρξη ενός σεναρίου το DEATH WISH είχε να αντιμετωπίσει ένα τεράστιο πρόβλημα : Σχεδόν κανένα σοβαρό στούντιο δεν τολμούσε να αναλάβει το τολμηρό εγχείρημα μιας και η θεματολογία του βιβλίου ήταν εξαιρετικά αμφιλεγόμενη και θα αποτελούσε μέγα εμπορικό, και όχι μόνο, ρίσκο να αναλάβει κάποιος να μεταφέρει μια τόσο ωμή και πρωτόγνωρη , για τα δεδομένα της εποχής, ιστορία. Ενώ ζόρικη αποδείχτηκε και η διαδικασία της εύρεσης ενός πρωταγωνιστή για τον ρόλο του Paul Benjamin. Ο Charles Bronson ήταν από τις πρώτες επιλογές του στούντιο της ‘United Artists‘, που πήρε το ρίσκο να γυρίσει το DEATH WISH σε ταινία, όμως ο ηθοποιός πίστευε ότι ο ρόλος ενός λογιστή (το υποτιθέμενο επάγγελμα του Paul Benjamin) δεν του ταίριαζε ενώ και ο ατζέντης του θεωρούσε ότι το μήνυμα της ταινίας ήταν εξαιρετικά ‘επικίνδυνο‘. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά η United Artists αποφάσισε τελευταία στιγμή να εγκαταλείψει το όλο εγχείρημα…
Μετά από κόπους, βάσανα και σκληρές διαπραγματεύσεις τα δικαιώματα της διαμονής κατέληξαν στην Paramount Pictures και κάπου εκεί το DEATH WISH ξεκίνησε να ‘οπλίζει‘. Αρχικά η θέση του σκηνοθέτη προτάθηκε στον Sidney Lumet όμως εκείνος τελικά έριξε άκυρο στους παραγωγούς και προτίμησε να κάνει το σαφώς πιο ποιοτικό Serpico με τον Al Pacino. Τελικά ο σκηνοθέτης Michael Winner ανέλαβε την δουλειά και αποδείχτηκε ο σωστός άντρας την σωστή στιγμή. Ο Winner αρτιστικά δεν έλεγε και πολλά πράγματα και αντιμετώπιζε την σκηνοθεσία ως ‘αγγαρεία’ αλλά την δουλεία του την έκανε. Όμως οι δισταγμοί του Charles Bronson δεν έλεγαν να φύγουν και έτσι το στούντιο προσέλαβε τον σεναριογράφο Gerald Wilson να κάνει μια ‘αναθεώρηση‘ του σεναρίου κάτι που συνέβη προς τεράστια απογοήτευση του συγγραφέα Brian Garfield.
O Wilson άλλαξε το όνομα του κεντρικού χαρακτήρα σε Paul Kersey αλλά και το επάγγελμα του μιας και πλέον παρουσιάζονταν ως αρχιτέκτονας και όχι λογιστής κάτι που χαροποίησε τον Bronson που δέχτηκε τελικά και τον ρόλο. Παράλληλα ο Wilson ‘εμπλούτισε’ την κεντρική ιστορία με περισσότερες και πολύ πιο σκληρές και γραφικές σκηνές φονικού , δράσης και βίας , έβαλε τον πρωταγωνιστή του να κάνει αναφορές σε…γουέστερν ταινίες ενώ εξαφάνισε ολοκληρωτικά ότι στοιχεία δεν του άρεσαν από το αυθεντικό σενάριο του Mayes. Το αποτέλεσμα ήταν μια ταινία που διέφερε σημαντικά από το βιβλίο και αυτό δεν χαροποίησε καθόλου τον συγγραφέα.
‘It Sucks.’ ήταν η λακωνική αντίδραση του Brian Garfield όταν τον Ιούλη του 1974 έβλεπε για πρώτη φορά την ταινία βασισμένη στο πόνημα του να προβάλλεται στους κινηματογράφους. ‘Yeah‘ συμφώνησε μαζί του ένας ατζέντης. ‘But it’s gonna make a ton of money…’ συμπλήρωσε.
Και είχε απόλυτο δίκαιο.
Το DEATH WISH βγαίνοντας στις αίθουσες έλαβε μερικές εξαιρετικά αρνητικές κριτικές λόγο της ‘στήριξης’ που έδειχνε το φιλμ θεματολογικά προς την αυτοδικία. Και όμως αυτή η ψυχρή και σε αρκετές περιπτώσεις επιθετική στάση των κριτικών απέναντι στο φιλμ δεν εμπόδισε το DEATH WISH να κονομήσει γύρω στα 22 εκατομμύρια στο Box Oficce έχοντας ένα μπάτζετ μόλις 3 εκατομμυρίων. Βλέπεις μπορεί οι κριτικοί να χαρακτήριζαν την ταινία ως ‘μια ανήθικη απειλή ενάντια στην κοινωνία’ όμως η ίδια η κοινωνία φάνηκε να είναι θετικά προσκείμενη προς τις ‘απειλές’ της ταινίας…
Το DEATH WISH βρήκε τα πατήματα του στις καρδιές των Αμερικανών θεατών που στα 70s έβλεπαν τις πόλεις τους να αποσυντίθενται αργά και βασανιστικά λόγο της έξαρσης της εγκληματικότητας. Το 1975 η Νέα Υόρκη βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεωκοπίας . Μια απότομη μετατόπιση στην βιομηχανοποίηση της χώρας είχε ως αποτέλεσμα τα πορτοφόλια να στερέψουν στο ‘μεγάλο μήλο’. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προκληθούν κύματα μετανάστευσης κυρίως από τον νότο και που συνήθως ήταν μαύρου χρώματος. Με την οικονομία να οδεύει από το κακό στο χειρότερο το έγκλημα ξεκίνησε να ανθίζει και σε συνδυασμό με το θέμα των μεταναστών το τελικό αποτέλεσμα ήταν να έχεις μια τεράστια πόλη που απλά αδυνατούσε να θρέψει τους εκατομμύρια κατοίκους της. Και ειλικρινά κάτω από τέτοιες συνθήκες πλήρους αποσύνθεσης ήταν αναμενόμενο να κυριαρχήσουν ο ρατσισμός, το μίσος, ο φόβος και η παράνοια.
Ακριβώς μέσα σε αυτά τα τέσσερα στοιχεία το DEATH WISH βρήκε την ευκαιρία να ακουστεί πιο εκκωφαντικά και από τα περίστροφα που χρησιμοποιεί ο πρωταγωνιστής του.
Για να κατανοήσει κανείς που οφείλεται η τεράστια απήχηση της ταινίας στο Αμερικάνικο κοινό πρέπει πρώτα να καταλάβει τον κεντρικό της χαρακτήρα.
Ο Paul Kersey του Charles Bronson στην εισαγωγή της ταινίας μας παρουσιάζεται ως ένας φιλελεύθερος και φιλήσυχος αρχιτέκτονας που αγαπάει την οικογένεια του όσο και την πόλη της Νέας Υόρκης. Τον βλέπουμε να αράζει ανέμελος στις διακοπές του παρέα με την σύζυγο του με κοκτέιλ στο χέρι έχοντας ως συνοδεία ένα γλυκανάλατο soundtrack που πιστοποιεί απόλυτα ότι ο τύπος αυτός ζει έναν επίγειο παράδεισο. Και μέσα σε μόλις λίγα λεπτά μια ομάδα από ‘φρικιά‘ όχι μόνο εισβάλει σε αυτόν τον παράδεισο αλλά τον λεηλατεί και τον διαστρεβλώνει σε κάτι το ακατονόμαστα…
Η σκηνή της κακοποίησης της οικογένειας του Kersey από την συμμορία του αλήτη του Jeff Goldblum (που έκανε και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο με αυτή την ερμηνειάρα) διατηρείται εξαιρετικά ωμή και ρεαλιστική μέχρι και σήμερα όμως για τα πιο ‘αθώα’ δεδομένα των 70s ήταν πραγματική μαχαιριά στο στομάχι.
Ο μέσος Αμερικανός θεατής βλέποντας τούτα τα ‘φρικιά’ να σκοτώνουν την γυναίκα του πρωταγωνιστή, να βιάζουν την κόρη του και στην συνέχεια να της βάφουν με σπρέι τον πισινό για να την εξευτελίσουν και να την καταστρέψουν εντελώς είναι μια σκηνή με την οποία , όσο γραφικό και αν ακούγεται πλέον, μπορούσε να ταυτιστεί απόλυτα. Βλέπεις οι κοινωνικές συνθήκες και η εγκληματικότητα που μάστιζε τις πόλεις τους άφηναν ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο τέτοια φριχτά σενάρια να μην περιοριστούν στο κινηματογραφικό πανί…
Λίγο καιρό μετά το μοιραίο περιστατικό ο κλονισμένος Paul καταλήγει στην Αριζόνα , εξαιτίας της δουλείας του. Εκεί ένας πελάτης του, που αποτελεί το απόλυτο στερεότυπο του βλάχου που είναι υπέρμαχος της οπλοκατοχής, θα τον συστήσει στον κόσμο των όπλων. Διάολε κυριολεκτικά θα πάρει ένα περίστροφο – κατάλοιπο της Άγριας Δύσης και θα του το δώσει στο χέρι.‘This is Gun country’ του λέει και τον στρέφει προς την ‘σωστή’ κατεύθυνση. Και αυτό αρκεί ώστε ο Paul Kersey να βρει τον νέο και εξαιρετικά αιματοβαμμένο δρόμο της ζωής του.
Βέβαια η ‘αρχή’ έχει γίνει πολύ πιο πριν όταν ο αρχιτέκτονας σπάει την μούρη ενός υποψήφιου ληστή έχοντας για όπλο μια … κάλτσα γεμάτη νομίσματα.
Ο Paul επιστρέφει στην Νέα Υόρκη και ξεκινάει ολομόναχος τον ‘πόλεμο’ ενάντια στο έγκλημα. Και στον πόλεμο αυτό δεν δέχονται αιχμαλώτους. Αρχικά ο ‘ήρωας’ σκοτώνει εγκληματίες τους οποίους πετυχαίνει τυχαία στον δρόμο. Όμως σύντομα αυτό δεν θα του είναι αρκετό και ο Paul καταλήγει να βρίσκεται ‘βολικά’ χωμένος σε καταστάσεις που του δίνουν την δυνατότητα να συνεχίσει το ‘ιερό’ και μακάβριο έργο του. Όμως το πιο τρομαχτικό της όλης υπόθεσης είναι ότι από ένα σημείο και μετά ο Paul δεν δείχνει να νοιάζεται καθόλου να εντοπίσει τους φονιάδες της οικογένειας του και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να ξεβρομίζει τον κόσμο από κάθε λογής Καθάρματα. Ο κάποτε φιλελεύθερος οικογενειάρχης έχει δώσει την θέση του σε μια ψυχρή και ασταμάτητη φονική μηχανή.
Όμως όσο οι εγκληματίες λιγοστεύουν άλλο τόσο αρχίζει να αυξάνεται το ενδιαφέρον της αστυνομίας για τις πράξεις του Paul. Όμως πως γίνεται να κυνηγήσουν οι μπάτσοι έναν εκδικητή τον οποίο τόσο οι κάτοικοι όσο και τα μίντια εξυμνούν ως έναν πολίτη που κάνει ‘το χρέος του’ απέναντι στην κοινωνία ?
Το DEATH WISH άκμασε σε μια εποχή όπου υπήρχε η έντονη αίσθηση ότι ο πολιτισμός μας έφτασε στο τέλος του. Δεν είναι τυχαίο που εκείνη την εποχή μεσουρανούσαν ταινίες όπως το Escape From New York του ‘άρχοντα’ John Carpenter αλλά και το cult συμμορίτικο The Warriors. Η πόλη της Νέας Υόρκης έμοιαζε όντως λες και ήταν βγαλμένη από ένα κινηματογραφικό post apocalyptic σκηνικό και έτσι ακριβώς την έβλεπαν και οι γείτονες της : Ως μια πόλη της οποίας οι κάτοικοι κυκλοφορούσαν μονίμως με σκυμμένο το κεφάλι ελπίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο δεν θα προσελκύσουν επάνω τους την προσοχή ενός εκ των ‘αρπακτικών’ που παραμόνευαν στα βρώμικα σοκάκια της…
Και αντίθετα με τις αμέτρητες ταινίες που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή και είχαν παρόμοια θεματολογία το DEATH WISH είχε να επιδείξει ένα τεράστιο ατού που κατείχε μονάχα εκείνο : Τον σκληρό ρεαλισμό και πεσιμισμό.
Το φιλμ του Michael Winner κατείχε έντονο πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο που ταίριαζε γάντι με τις τάσεις μιας ταραχώδους και μπερδεμένης εποχής το οποίο διατηρείται δυνατό μέχρι και σήμερα επειδή πολύ απλά οι εποχές εξακολουθούν να φαντάζουν ταραχώδεις και μπερδεμένες. Η αλήθεια είναι ότι από τα 70s μέχρι και σήμερα ελάχιστη πρόοδο σημειώσαμε ως είδος.
Στο DEATH WISH ο σκηνοθέτης μας λέει ευθέως και κατάμουτρα ότι εάν θέλουμε η στατιστική στο έγκλημα να πιάσει πάτο και τόσο η πόλη μας όσο και εμείς να ‘σωθούμε‘ η λύση είναι μονάχα μια : Να αφήσουμε τον Paul Kersey να συνεχίσει την φονική του σταδιοδρομία.
Υπάρχει μια εξαιρετικά συμβολική σκηνή στην ταινία όπου ο πρωταγωνιστής επιστρέφει από τις ονειρικές του διακοπές στην Χαβάη και ένας συνάδελφος του τον προσγειώνει απότομα από τις λευκές αμμουδιές , τα ποτά σε καρύδες και τους εξωτικούς κοκοφοίνικες στην γκρίζα, τσιμεντένια, βρώμικη και σκληρή πραγματικότητα της Νέας Υόρκης. Ο διάλογος μεταξύ τους πάει ως εξής :
Sam Kreutzer: You know, decent people are going to have to work here and live somewhere else.
Paul Kersey: By «decent people,» you mean people who can afford to live somewhere else.
Sam Kreutzer: Oh Christ, you are such a bleeding-heart liberal, Paul.
Paul Kersey: My heart bleeds a little for the underprivileged, yes.
Sam Kreutzer: The underprivileged are beating our goddamned brains out. You know what I say? Stick them in concentration camps, that’s what I say.
Με βάση την μετέπειτα εξέλιξη των γεγονότων πραγματικά δεν γίνεται να μην νιώσεις την τραγικότητα της κατάστασης βλέποντας τον κάποτε ιδεαλιστή Paul να μετατρέπεται στο φασιστικό όργανο της αρρωστημένης φαντασίωσης του συναδέλφου του.
Και όμως θα περίμενε κανείς ότι τουλάχιστον προς το φινάλε θα επέλθει μια κάθαρση για αυτόν τον τραγικό και αδικημένο από την ζωή αντι-ήρωα όμως η ταινία σου στερεί ακόμη και αυτή την ελπίδα….
Η σκληρή αλήθεια είναι ότι ο Paul Kersey έχει αποφασίσει ποίος ακριβώς θα είναι και μας το δηλώνει από την μέση της ταινίας. Για τον Paul από την στιγμή που πιάνει στα χέρια του το περίστροφο και αποφασίζει να το χρησιμοποιήσει δεν υπάρχει ούτε επιστροφή στην αθωότητα αλλά ούτε και ένας δρόμος μπροστά προς την εξιλέωση και την συγχώρεση. Δεν μαθαίνει ποτέ του κάποιο πολύτιμο μάθημα σχετικά με την ιερότητα της ζωής και την αξία της συγχώρεσης. Δεν νιώθει τύψεις. Διάολε δεν αμφισβητεί καν έστω και σε ένα σημείο τις πράξεις και τον εαυτό του. Το μόνο που κάνει είναι να εξακολουθεί να σκοτώνει καθάρματα. Και εδώ συναντάται η πραγματική τραγικότητα του χαρακτήρα.
Όμως το DEATH WISH δεν είχε την απήχηση που είχε στο κοινό μόνο και μόνο επειδή ο μέσος Αμερικανός μπορούσε να ταυτιστεί με την θεματολογία του. Πάνω από όλα το φιλμ αυτό ήταν και εξακολουθεί να είναι άκρως βίαιο και ψυχαγωγικό και μας δίνει και μια από τις κορυφαίες, πιο απολαυστικές και σήμα κατατεθέν ερμηνείες του αγαπημένου μουστακαλή Charles Bronson.
Έχουν περάσει πάνω από 40 χρόνια από την κυκλοφορία της ταινίας και το φιλμ αυτό παραμένει πανίσχυρο. Ήταν η ταινία που έκανε την αρχή και που σαν ένας επιβλητικός ταξιθέτης σε κινηματογραφική αίθουσα μας ‘ανάγκασε’ να εισέλθουμε σε μια εποχή επιθετικότητας απέναντι στον φιλελευθερισμό , τις μειονότητες και τους υπερασπιστές του εγκλήματος και της βίας. Είναι ένα φιλμ που λειτουργεί ως μια αχρεία φαντασίωση του λευκού μαχητή που ψάχνει την εκδίκηση. Και την λατρευτούμε για αυτό . Όχι επειδή συμμεριζόμαστε το μήνυμα της αλλά επειδή μπορούμε και απολαμβάνουμε την υπερβολή της και την ψυχαγωγική της αξία.
Είναι επίσης μια ταινία που εξακολουθεί να διχάζει την Αμερική. Αλλά από ένα έθνος που από την μια τρέμει στην σκέψη ότι κάποιος σαλεμένος πιτσιρικάς μπορεί ανά πάσα στιγμή να ξυπνήσει και να αποφασίσει ότι θέλει να ξεκληρίσει ολόκληρη την τάξη του με το ούζι του μπαμπά και από την άλλη έχει κάτι περίεργους τύπους που… παντρεύονται τα όπλα τους ειλικρινά δεν θα περίμενες κάτι το διαφορετικό.
Μιλώντας όμως για ‘υπερβολή‘ το μυαλό πηγαίνει κατευθείαν και στα τέσσερα sequels που διαδέχτηκαν το DEATH WISH και που απλά λειτούργησαν μονάχα ως exploitation αφορμές ώστε ο Charles Bronson να συνεχίζει να σκοτώνει Καθάρματα για το ψυχαγωγικό μας όφελος.
Αυτές οι συνέχειες εξανέμισαν εντελώς το οποιοδήποτε ψήγμα χαμένης ανθρωπιάς ελπίζαμε μάταια να βρούμε ξανά στο πρόσωπο και την καρδιά του Paul. Οι συνέχειες αυτές αποτέλεσαν τον απόλυτο συνήγορο για τον βιτζιλαντισμό και ανάγκασαν τον συγγραφέα Brian Garfield να γράψει μια νέα νουβέλα με τίτλο Death Sentence μπας και διασώσει κάπως το αρχικό του όραμα μιας ιστορίας που θα ήταν κάθετα αντίθετη στις πρακτικές της αυτοδικίας. Κατά τραγική ειρωνεία το 2007 ο σκηνοθέτης James Wan μετέφερε την νουβέλα στην μεγάλη οθόνη , με πρωταγωνιστή έναν εξαιρετικό Kevin Bacon, και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που χαρακτήρισαν το φιλμ ως το απόλυτο , άτυπο, ‘remake‘ του DEATH WISH…
Πάντως προς τιμήν του ο James Wan διατήρησε την θεματολογία της νουβέλας και παρέδωσε ένα μάχιμο φιλμ που μέσα από την σκληρή βία καταλήγει να μας κάνει να αναρωτηθούμε με ουσιώδες τρόπο σχετικά με τις πράξεις εκδίκησης του κεντρικού χαρακτήρα. Ο Wan πολύ σοφά δεν δικαιολογεί τις πράξεις ενός ακόμη πατέρα που χάνει άδικα το παιδί του ούτε προσθέτει πινελιές ρομαντισμού στον ‘αγώνα’ του για δικαιοσύνη. Το μόνο που κάνει είναι να μας δείξει τις συνέπειες αυτών των πράξεων όχι μόνο απέναντι στους εγκληματίες – στόχους του αλλά και επάνω στον ίδιο τον πρωταγωνιστή και στο τέλος σε αφήνει να βγάλεις τα δικά σου συμπεράσματα. Και αυτό λειτουργεί ιδανικά για τον θεατή.
Κάτι που σίγουρα δεν μπορούμε να ισχυριστούμε και για το DEATH WISH αλλά κυρίως και για τα sequels του.
Ναι ο Paul Kersey σε συνολικά τέσσερις ταινίες έχασε μια κόρη , μια ντουζίνα καλούς φίλους, τουλάχιστον τρεις γκόμενες όμως είναι ξεκάθαρο ότι δεν έδωσε την παραμικρή δεκάρα για αυτούς. Οι θάνατοι τους ήταν απλά μια αφορμή ώστε ο Paul να γεμίσει τα διάφορα περίστροφα του για ακόμη μια φορά. Όμως κανένας από αυτούς τους θανάτους δεν θα έχει επάνω σου το αντίκτυπο εκείνου του πρώτου. Η πρώτη του γυναίκα τόσο αθώα και αγνή πλέον μοιάζει με μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Εκείνης ο θάνατος απαιτούσε μια εκδίκηση ύψιστης σημασίας.