by Αντρέι Κοτσεργκίν
‘There are two kinds of spurs, my friend.’
Σύμφωνα με τον αχρείο και ‘Άσχημο‘ μπαντίτο Tuco στον αμείλικτο και σκληρό κόσμο της Άγριας Δύσης υπάρχουν δυο είδη από ‘σπιρούνια‘. Εκείνα που μπαίνουν από την πόρτα και καταλήγουν να κείτονται στο πάτωμα με τις σωρούς τους γεμάτες από τρύπες και εκείνα που εισβάλλουν από το παράθυρο και αποκτούν το πάνω χέρι.
Ασχέτως με το σε ποία από τις δυο κατηγορίες ‘σπιρουνιών‘ ανήκεις το μόνο σίγουρο είναι ότι σε κάποια φάση της ζωής σου θα έχεις παρακολουθήσει το The Good, The Bad and The Ugly του σκηνοθέτη Sergio Leone και της τόσο σκληροτράχηλης αλλά και γοητευτικής τριπλέτας των πρωταγωνιστών του Clint Eastwood , Lee Van Cleef και Eli Wallach.
Ο ‘Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος’ του Leone εισέβαλαν στις κινηματογραφικές αίθουσες τον Δεκέμβρη του 1966 και προκάλεσαν τέτοιον ντόρο λες και μόλις είχαν ορμήσει σε κάνα σαλούν της Δύσης για να τα κάνουν όλα λίμπα.
Και όμως να που οι τρεις τυχοδιώκτες και πιστολέρο του σκηνοθέτη κατέληξαν να μας συγκινήσουν και να μας συναρπάσουν όχι μονάχα με τις περίτεχνες ικανότητες τους στο πιστολίδι αλλά και με τις πράξεις τους γύρω από αυτό. Πράξεις που διακρίνονταν από τον ‘κώδικα τιμής’ του καθενός τους.
Αυτές τις ακριβώς πράξεις ο Leone φρόντισε να τις τοποθετήσει σε μια Αμερική που μαστίζεται από την ωμή σκληρότητα του Εμφυλίου Πολέμου και σε μια Δύση που ακόμη είχε την υπομονή να φιλοξενεί τέτοιους στυγνούς και αποφασισμένους τυχοδιώκτες.
Το The Good , The Bad and The Ugly είναι ένα Έπος τυχοδιωκτισμού που περιστοιχίζεται από σκόνη, εξάσφαιρα, σφαίρες, αγχόνες και θηλιές, νεκροταφεία που στο χώμα τους κρύβουν βουνά από χρυσάφι, θάνατο, απόγνωση , τρέλα και πάει λέγοντας…
Μέσα σε αυτό το τόσο άγριο σκηνικό τα λιγοστά ψήγματα καλοσύνης που μας δίνει εδώ και κει ο ‘ήρωας‘ μας , που ποτέ δεν του δίνεται ένα όνομα, φαντάζουν εξαιρετικά σπάνια και υπέρμετρα πολύτιμα.
Σαν μια άμαξα που εμφανίζεται από το πουθενά στην μέση της ερήμου ώστε να σου προσφέρει μια ελπίδα σωτηρίας…
Εδώ ο Leone λειτουργεί αρχικά σαν ο πιο αμείλικτος σαδιστής και στην συνέχεια ως ο απόλυτος λυτρωτής.
Παρακολουθώντας το πρόσωπο του ‘Καλού‘ Clint Eastwood να ‘καίγεται‘ αργά και βασανιστικά στα πλαίσια της μοχθηρής, όχι όμως και αδικαιολόγητης, εκδίκησης του ‘Άσχημου‘ Eli Wallach και στην συνέχεια να διακρίνεις αυτή την άμαξα να κάνει την εμφάνιση της από τον μακρινό ορίζοντα, υπό τους ήχους της ‘ουράνιας‘ μουσικής του σπουδαίου Ennio Morricone, ως θεατής θα νιώσεις να περνάς από ένα καταιγιστικό μπαράζ συναισθημάτων.
Αυτή είναι και η στιγμή που πιστοποιείς μέσα σου ότι το The Good, The Bad and The Ugly δεν είναι απλά το καλύτερο σπαγγέτι γουέστερν όλων των εποχών αλλά ένα σπουδαίο φιλμ στο σύνολο του.
‘Γουέστερν ποίηση’.
Μονάχα έτσι θα μπορούσα να περιγράψω το φιλμ του Leone που όσα χρόνια και αν περάσουν και παρά τις αμέτρητες φορές που το έχω δει μέχρι και σήμερα αδυνατώ να επιλέξω μια και μοναδική σκηνή ώστε να την χαρακτηρίσω ως την ‘αγαπημένη μου’...
Η προφανής επιλογή φυσικά θα μπορούσε να είναι η επική τελική αναμέτρηση των τριών πιστολέρο στο νεκροταφείο που μας έρχεται προς το φινάλε της ιστορίας…
Οι ματιές ‘θανάτου‘ που ανταλλάζουν μεταξύ τους οι ‘ήρωες‘ μας, η νευρωτική μουσική του Ennio , τα κοντινά πλάνα του σκηνοθέτη επάνω στα πρόσωπα, τα μάτια και τα όπλα όλα τους συμβάλλουν στο να μας μεταδοθεί ένα ανεπανάληπτο σασπένς.
Και όμως πως να αγνοήσει κανείς όλα εκείνα που προηγήθηκαν μέχρι να φτάσουμε σε αυτή την απόλυτη κορύφωση ?
Στο The Good , The Bad and The Ugly ο Leone μας παρουσιάζει την Οδύσσεια τριών διαφορετικών τυχοδιωκτών που διασχίζουν την ταραγμένη από τον Εμφύλιο Δύση στην προσπάθεια τους να κερδίσουν την ‘μπάζα‘ της ζωής τους. Το μοναδικά εφόδια που έχουν αυτοί οι άντρες για να φτάσουν μέχρι το πολυπόθητο χρυσάφι είναι η τοποθεσία ενός νεκροταφείου, το όνομα ενός νεκρού φαντάρου, τα εξάσφαιρα , η πανουργία και το πείσμα τους.
Οι τρεις αυτοί πιστολέρο μπορεί να χαρακτηρίζονται ως ο ‘Καλός’ , ο ‘Κακός’ και ο ‘Άσχημος’ από τον σκηνοθέτη καθώς διακρίνονται από διαφορετικούς κώδικες συμπεριφοράς , τιμής αλλά και ατιμίας όμως στην τελική δεν διαφέρουν και τόσο πολύ μεταξύ τους. Ναι ο Tuco του Eli Wallach είναι ένας αχρείος και κακομούτσουνος μεξικανός που διακρίνεται από την απληστία και ο ‘Αγγελομάτης‘ Lee Van Cliff είναι ένας ανελέητος φονιάς που μπροστά στην ιδέα του κέρδους και της ατομικής του ευημερίας δεν λογαριάζει έννοιες όπως η αφοσίωση και η ηθική όμως στο φινάλε και οι δυο τους θα κάνουν τα πάντα ώστε να αποκτήσουν εκείνο που θέλουν.
Και εδώ η ειρωνεία είναι ότι ο ‘Καλός’ της υπόθεσης δεν διαφέρει καθόλου από τους δυο Μπάσταρδους που καλείται να αντιμετωπίσει…
Ναι ο Tuco είναι ένας άξεστος εγκληματίας που το ποινικό μητρώο του γεμίζει ολόκληρες περγαμηνές και που η αμοιβή για το κεφάλι του ξεπερνάει τα 2.000 δολάρια. Και ναι ο ‘Angel Eyes’ του Lee Van Cleef είναι ένας φονιάς επί πληρωμή που δεν διστάζει να ξεκληρίσει ολόκληρες οικογένειες ώστε να πάρει την αμοιβή του. Όμως και ο ‘Καλός‘ του Clint δεν βρίσκεται σε καλύτερη μοίρα από αυτούς τους σκληρούς πιστολέρο.
Ο άντρας αυτός υιοθετεί μια ζωή ανωνυμίας και ανομίας καθώς διασχίζει την χώρα ψάχνοντας το επόμενο κόλπο που θα του επιφέρει μια ‘χούφτα δολάρια’. Δεν τραβάει κανένα ζόρι να σκοτώσει εκείνους που θα του μπουν εμπόδιο αλλά και να ξεγελάσει τον νόμο. Και να όμως που αυτό το Κάθαρμα καταλήγει να σου βγάλει μια ψευδαίσθηση ηρωισμού και τιμής η οποία πηγάζει κατευθείαν μέσα από τις ελάχιστες ανιδιοτελείς πράξεις που τον βλέπουμε να κάνει κατά την διάρκεια της ‘Οδύσσειας‘ του.
Ο κακοποιός αυτός έχει την καλοσύνη και την τιμή να δώσει στον επικεφαλή του στρατού των Βορείων την πολυπόθητη ‘λύτρωση’ του από τους ‘Δαίμονες’ ενός μάταιου πολέμου που τον στοιχειώνει μέρα και νύχτα…
Βέβαια ο Leone σαν γνήσιος προβοκάτορας εδώ σου θέτει μερικές εύλογες και κρίσιμες απορίες γύρω από την απόφαση του ‘Καλού’ να ανατινάξει την γέφυρα που κόστισε σε τόσους φαντάρους τις ζωές τους :
Ο ‘Καλός’ την ανατινάζει επειδή θέλει να δώσει την μικρή αλλά και πολύτιμη ευκαιρία σε αυτούς τους άντρες να επιβιώσουν από την φρίκη ενός εμφυλίου ή απλά επειδή μονάχα έτσι θα μπορέσει να βρεθεί ένα βήμα πιο κοντά στον χρυσό που τον περιμένει στην απέναντι πλευρά ?
Από την άλλη υπάρχουν και οι σκηνές όπου ο σκηνοθέτης μας δείχνει σαφώς πιο ξεκάθαρα την λιγοστή αλλά και αξιοθαύμαστη συμπόνοια που κρύβεται πίσω από το σκληρό και ανέκφραστο πρόσωπο του πιστολέρο…
Συμπόνοια.
Να που εκείνη υπάρχει ακόμη και στην ψυχή των πιο σκληρών πιστολέρο και που μπορεί να εκδηλωθεί μέσα από ένα αναμμένο τσιγάρο και ένα παλτό που προσφέρεται ως κουβέρτα σε έναν ετοιμοθάνατο. Από που ακριβώς πηγάζει εκείνη ο Leone δεν μας το κάνει ξεκάθαρο ποτέ καθώς αρνείται πεισματικά να μας αποκαλύψει έστω και ένα ψίχουλο από το παρελθόν αυτού του λιγομίλητου πιστολέρο. Όμως το γεγονός ότι την διακρίνουμε να βγαίνει από μέσα του, έστω και σε λίγες στιγμές, μας κάνει να τον καταστήσουμε όντως ως τον ‘Καλό‘ αυτής της ιστορίας που διακρίνεται από το αίμα και την απληστία.
Μιλώντας περί απληστίας και παρά την σπουδαία ερμηνεία που παραδίδει εδώ ο Clint, που ταυτόχρονα έβαζε τον πρώτο μεγάλο λίθο της ακλόνητης κινηματογραφικής κληρονομιάς του, δεν γίνεται να μην εξυμνήσουμε και τα δυο Καθάρματα ύψιστης σημασίας που μας χαρίζουν εδώ οι Lee Van Cleef και Eli Wallach.
Ο πρώτος δικαιολογεί απόλυτα το παρατσούκλι ‘Angel Eyes’ μέσα από το κοφτερό και σχεδόν απόκοσμο βλέμμα του. Ναι ο άντρας αυτός μοιάζει με έναν άγγελο μονάχα που εδώ είναι ο άγγελος του Θανάτου που έρχεται με ένα καντήλι για να διεκδικήσει την τελευταία σου ανάσα και στην συνέχεια σβήνοντας αυτό το καντήλι κινεί προς τον επόμενο στόχο του…
Δεν υπάρχει τίποτε το καλό ή το ηθικό μέσα σε αυτόν τον ανελέητο άντρα. Ο ‘Κακός‘ δεν θα διστάσει να ξεκληρίσει μια ολόκληρη οικογένεια για λίγα δολάρια και δεν θα κωλώσει να λάβει μέρος σε έναν πόλεμο για τον οποίο δεν δίνει την παραμικρή δεκάρα ώστε να αποσπάσει τις πολύτιμες πληροφορίες που θα του επιφέρουν μερικά τσουβάλια από χρυσάφι. Ο Lee Van Cleef εδώ μας δίνει έναν Μπάσταρδο και φονιά σε όλο του το τρομερό μεγαλείο.
Από την πλευρά του πάλι ο ΄Άσχημος‘ Tuco αν και μας παρουσιάζεται σαν ένας οξύθυμος και άξεστος μπαντίτο στην πραγματικότητα ίσως είναι ο απόλυτος μηδενιστής της όλης υπόθεσης. Ο Tuco παρά τους άκομψους τρόπους του και την ‘βρώμικη‘ φυσιογνωμία του δείχνει να αναγνωρίζει και να ξεχωρίζει το καλό από το κακό και παρόλα αυτά δεν δίνει δεκάρα για έννοιες και αξίες. Ο άντρας αυτός θέλει το χρυσάφι και δεν θα διστάσει να προβεί σε αποτρόπαιες πράξεις για να το αποκτήσει έστω και αν κατανοεί το γεγονός ότι αυτές του οι πράξεις τον καθιστούν έναν εγκληματία. Υπάρχουν αρκετές στιγμές στις οποίες ο Tuco διακρίνει την σκληράδα, την ματαιότητα και την παράνοια τόσο της Άγριας Δύσης όσο και του πολέμου που την μαστίζει όμως αντίθετα με τον άσπονδο ‘φίλο‘ του τον ‘Καλό’ , ή ‘Ξανθούλη‘ όπως τον αποκαλεί ο ίδιος, εκείνος δεν δείχνει την παραμικρή διάθεση να προβεί ακόμη και στην πιο μικρή πράξη ανιδιοτέλειας. Για τον Tuco οι πράξεις καλοσύνης δεν φαντάζουν αρκετές ώστε να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο κινείται και συμπεριφέρεται η Δύση οπότε δεν μπαίνει καν στον κόπο να προσπαθήσει…
Η μοναδική ‘προσπάθεια‘ του ‘Άσχημου’ συναντάται στην εκδίκηση που επιθυμεί να πάρει διακαώς από τον άντρα που τον πρόδωσε στην αρχή της ιστορίας μας.
‘I’m looking for the owner of that horse. He’s tall, blonde, he smokes a cigar, and he’s a pig!’
Ο Tuco παρακινούμενος από τον ‘χωριάτικο‘ εγωισμό του δεν πρόκειται να αφήσει ατιμώρητο τον ‘Ξανθούλη‘ που τον παράτησε στα κρύα του λουτρού, επάνω σε ένα άλογο και με μια θηλιά περασμένη στον λαιμό του. Αυτή την αναζήτηση εκδίκησης ο σκηνοθέτης την μεταφέρει μέσα από μια ανελέητη σεκάνς στην οποία ο μπαντίτο φτάνει στα ίχνη του πρώην συνεργάτη και νυν εχθρού του βρίσκοντας τα πούρα που αφήνει ο ‘Καλός‘ στο διάβα του. Κάθε πούρο που βρίσκει ο Tuco είναι και πιο ‘ζεστό‘ από το προηγούμενο και καθένα τους προμηνύει κακά μαντάτα για τον ‘ήρωα‘ μας.
Πάντως λόγο της τεράστιας απόστασης που διανύουν μαζί αυτοί οι δυο τυχοδιώκτες ο Tuco διακρίνει από πρώτο χέρι τα ψήγματα συμπόνοιας που υπάρχουν κρυμμένα μέσα στον συνταξιδιώτη του και παρατηρώντας τα φαίνεται πραγματικά απορημένος καθώς δεν μπορεί να αποφασίσει αν πρέπει να χλευάσει ή να θαυμάσει τον άντρα που έχει στο πλευρό του.
Όπως και να χει στο τέλος αυτά δεν έχουν την παραμικρή σημασία για τον Tuco καθώς το μόνο που πραγματικά τον ενδιαφέρει είναι ο θαμμένος χρυσός. Η συμπόνοια του ‘Καλού‘ δεν έχει καμία αξία για εκείνον καθώς μέσα του το ξέρει ότι δεν μπορεί να επιφέρει καμία ουσιώδη αλλαγή σε έναν σκληρό τόπο όπως είναι η Δύση…
Παρά τα απεχθή χαρακτηριστικά και τους άξεστους τρόπους του ο ‘Άσχημος’ είναι ίσως εκείνος ο χαρακτήρας με τον οποίο ως θεατές δενόμαστε περισσότερο επειδή είναι ο μοναδικός από τους τρεις πιστολέρο για τον οποίον μαθαίνουμε πράγματα γύρω από την ζωή και το παρελθόν του.
Όταν οι Morricone και Leone συζητούσαν μεταξύ τους σχετικά με την μουσική που πρέπει να ‘ντύσει‘ ο πρώτος την σπουδαία και εμβληματική πλέον σεκάνς της αναμέτρησης των τριών πιστολέρο στο νεκροταφείο ο τελευταίος του έδωσε την εξής περιγραφή :
‘Θέλω να αισθανθώ ότι τα πτώματα γελούν μέσα στους τάφους τους’.
Και αυτό ακριβώς μας παρέδωσαν οι δυο αυτοί σπουδαίοι δημιουργοί. Ο ποιητικός αυτός χαρακτηρισμός του σκηνοθέτη περιγράφει ιδανικά ολόκληρο το φιλμ. Το The Good, The Bad and The Ugly είναι μια ‘σπαγγέτι γουέστερν ποίηση’ που μας μιλάει μέσα από το πιστολίδι, τα άγρια και αχανή τοπία και τους τυχοδιώκτες πιστολέρο του με παραπάνω από έναν τρόπους.
Βέβαια για να συνθέσει αυτή την τόσο ωμή αλλά και ρομαντική ‘ποίηση‘ του ο τελειομανής και ψυχαναγκαστικός σκηνοθέτης φρόντισε να βγάλει το λάδι των πρωταγωνιστών και των συνεργατών του. Στην σκηνή που ο ‘Κακός‘ σφαλιαρίζει μια πόρνη ονόματι Μαρία για να αποσπάσει τις πληροφορίες που θέλει ο Leone τον προέτρεψε να το κάνει στα αλήθεια. Ως αληθινός τζέντλεμαν ο Lee αρνήθηκε παρά το γεγονός ότι η ίδια η ηθοποιός του επέτρεπε να το κάνει. Τελικά ο Leone προσέλαβε έναν ντουμπλέρ.
Αργότερα ο Lee έκανε την εξής δήλωση γύρω από το περιστατικό :
‘Ως άντρας έχω λίγες αρχές στην ζωή μου… Η πρώτη είναι να μην κλοτσάω σκυλιά και η δεύτερη είναι να μην χαστουκίζω γυναίκες.’
Από την άλλη ο σκληρός Καργιόλης Leone δεν τράβαγε το παραμικρό ζόρι να παραβεί τις δικές του ‘αρχές’΄ώστε να εξασφαλίσει την τελειότητα του πονήματος του. Ο σκηνοθέτης ανάγκασε τον αντικαπνιστή Clint Eastwood να καπνίζει το ένα πούρο πίσω από το άλλο ενώ ο ηθοποιός έχοντας την εμπειρία μιας συνεργασίας με τον Leone φρόντισε να προειδοποιήσει τον ‘ψάρακα‘ Eli Wallach γύρω από το γεγονός ότι οι Ιταλιάνοι τεχνικοί της παραγωγής παραδοσιακά δεν δίναν δεκάρα για τα μέτρα ασφαλείας. Παρόλα αυτά κατά την διάρκεια των γυρισμάτων ο Eli κόντεψε να σακατευτεί από ένα αφηνιασμένο άλογο ενώ ήπιε και καταλάθος ένα … οξύ που οι τεχνικοί το είχαν χύσει σε ένα μπουκάλι σόδας. Με την σειρά του ο Clint παραλίγο να μείνει στον τόπο όταν στην σκηνή της έκρηξης στην γέφυρα , λόγο κακού υπολογισμού, ένα θραύσμα ‘πέταξε’ κυριολεκτικά δίπλα από το κεφάλι του. Φυσικά ο Leone κράτησε αυτή την σκηνή και την έβαλε στην ταινία του.
Με αυτά και αυτά μόνο οξύμωρο δεν είναι το γεγονός ότι αυτή ήταν η τελευταία συνεργασία ανάμεσα στους Leone και Eastwood. Όμως παρά τα απρόοπτα και τις μεταξύ τους αψιμαχίες δεν γίνεται να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι ο Eastwood έμαθε πολλά από την ‘σχολή Leone’ και αποκόμισε σημαντικά εφόδια ώστε στην πορεία να χαράξει το δικό του μοναδικό και σπουδαίο μονοπάτι σαν σκηνοθέτης.
Η σημασία και η κληρονομιά του The Good, The Bad and The Ugly σε καμία περίπτωση δεν περιορίστηκε σε μια αξιοσημείωτη επιτυχία στο τότε Box Office και στην εκτίναξη του σπαγγέτι γουέστερν είδους.
Το φιλμ αυτό ‘σφήνωσε‘ τις σφαίρες του επάνω σε ολόκληρο τον κινηματογράφο και αποτέλεσε επιρροή όχι μονάχα για τα μετέπειτα γουέστερν αλλά και για ταινίες όπως ήταν το RESERVOIR DOGS του Tarantino και λογοτεχνικούς ήρωες όπως είναι ο ‘Gunslinger‘ στον υπέρμετρα δημοφιλή ‘Μαύρο Πύργο’ του συγγραφέα Stephen King.
Παράλληλα το φιλμ αποτέλεσε την εγκαθίδρυση της ιδέας του αντιήρωα στις κινηματογραφικές οθόνες που μέχρι τότε είχαν την τάση να μας δίνουν ‘καθαρούς και ατσαλάκωτους’ ήρωες τύπου John Wayne. Από την μεριά του ο Leone δήλωνε ότι επιθυμούσε να δώσει έμφαση στην βία και να αποκαθηλώσει τον ρομαντισμό της παλιάς Δύσης σατιρίζοντας τον ανελέητα. Να όμως που τελικά άθελα του κατέληξε να εξυμνεί ακριβώς αυτόν τον ρομαντισμό καθώς οι αντιήρωες του μέχρι και σήμερα φαντάζουν στα μάτια μας υπέρμετρα cool και γοητευτικοί.
Προφανώς στα κατάστιχα του The Good, The Bad and The Ugly διακρίνεται και ένα πανίσχυρο και αιχμηρό μήνυμα ενάντια στον πόλεμο και την σκληράδα και την ματαιότητα που τον χαρακτηρίζουν.
Όμως για μένα πάλι το αληθινό ‘μήνυμα‘ των τριών τυχοδιωκτών του Sergio Leone θα προκύπτει πάντα μέσα από τα μετρημένα λόγια του ‘Καλού‘ :
‘If you do that, you’ll always be poor… just like the greasy rat that you are.’
Στο φινάλε και οι τρεις πιστολέρο διακρίνουν την σκληρή πραγματικότητα γύρω από μια Άγρια Δύση που προχωρώντας απότομα προς την ‘εξημέρωση‘ της από τον πολιτισμό συνειδητοποιούν ότι σε λίγο καιρό δεν θα μπορούν να ζουν και να επιβιώνουν μέσα σε αυτή στηριζόμενοι στις βίαιες πρακτικές που γνωρίζουν.
Το μόνο που απομένει σε αυτούς τους τυχοδιώκτες είναι να αναζητήσουν την ‘άμαξα‘ ή το ‘νεκροταφείο‘ που θα τους επιτρέψει είτε να προχωρήσουν μπροστά σε έναν νέο και άγνωστο για εκείνους κόσμο ή να αποσυρθούν κάπου σε μια ξεχασμένη και ανέπαφη γωνιά του.
Και σε περίπτωση μιας αποτυχίας τουλάχιστον θα έχουν έτοιμο τον λάκκο που θα τους φιλοξενήσει στην αιωνιότητα…
Και κάπου εδώ φτάνουμε στον επίλογο που όμως μαστίζεται από ένα μικρό αλλά και εξαιρετικά κρίσιμο ερώτημα :
Πως κλείνει κανείς το κεφάλαιο μιας ταινίας την οποία αγαπά και θαυμάζει τόσο πολύ που ακόμη ύστερα από τόσες και τόσες προβολές αδυνατεί να την ‘χορτάσει’ ή έστω να διαλέξει μονάχα μια ‘αγαπημένη’ σκηνή ?
Η αλήθεια είναι ότι μάλλον ποτέ μου δεν θα μπορέσω να αποτυπώσω εδώ, αλλά ούτε και πουθενά αλλού, όλα όσα νιώθω και σκέφτομαι γύρω από αυτό το φιλμ. Πιθανότατα θα ‘αναγκαστώ‘ να γράψω ένα ακόμη ή και περισσότερα άρθρα επάνω στην προσπάθεια μου να σας μεταδώσω τις σκέψεις μου γύρω από τους τρεις ‘Μπάσταρδους‘ του Leone και την Οδύσσεια που κάνουν μέσα σε έναν κόσμο σκόνης και βίας. Όμως από την άλλη νιώθω ότι αυτή η έξτρα ΄χούφτα‘ από λόγια και λέξεις που θα μου χρειαστούν ως ‘εφόδια‘ θα αργήσει να έρθει στο μυαλό μου.
Στο τέλος ο ‘Καλός , ο Κακός και ο Άσχημος’ είναι εκείνη η ριμάδα η πέτρα που κείτεται στωικά μπροστά στα πόδια μου , μέσα στην άμμο, την απληστία και τον θάνατο, και που καλούμαι να ‘παλέψω‘ ώστε να κερδίσω το προνόμιο του να την σηκώσω και να δω επιτέλους το όνομα που κρύβεται στην άλλη πλευρά της.
Όμως αυτήν την μικρή και προσωπική μου ‘μονομαχία’ δεν νιώθω ακόμη έτοιμος να την κάνω.
Οπότε κάπου εδώ ας βάλουμε τα εξάσφαιρα πίσω στις θήκες τους και ας κινήσουμε προς τον ορίζοντα με την υπόσχεση να τα πούμε ξανά κάποια άλλη φορά ενώ παράλληλα από πίσω μας ακούγεται κάποιος να ουρλιάζει ‘Hey, Blond! You know what you are? Just a dirty son-of-a-b-!‘…