by Αντρέι Κοτσεργκίν
‘Some places are like people: some shine and some don’t.’
Για τον συγγραφέα Stephen King πίσω στα 80s η κινηματογραφική μεταφορά της νουβέλας του με τίτλο The Shining σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσε ένα ‘λαμπρό‘ μέρος. Αντίθετα το κινηματογραφικό ‘ξενοδοχείο‘ που έστησε και διαχειρίστηκε με τόση μαεστρία ο σκηνοθέτης Stanley Kubrick για πολλά χρόνια λειτουργούσε σαν ένας απόλυτος εφιάλτης για τον συγγραφέα.
Ο Stephen King δεν γούσταρε καθόλου τις ‘αρτιστικές‘ πρωτοβουλίες που πήρε ο πεισματάρης Kubrick με το υλικό του. Και στην περίπτωση του Kubrick η φράση ‘αρτιστικές πρωτοβουλίες’ μεταφράζεται σε ένα στυγνό πετσόκομμα που την ωμή δύναμη και αποτελεσματικότητα του θα τα ζήλευε μέχρι και ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας Jack Torrance, τον οποίο ενσάρκωσε με μαεστρική παράνοια αλλά και τραγικότητα ένας Jack Nicholson που εκείνη την εποχή βρισκόταν στα ντουζένια του…
‘Wendy? Darling? Light, of my life. I’m not gonna hurt ya. You didn’t let me finish my sentence. I said, I’m not gonna hurt ya. I’m just going to bash your brains in! Gonna bash ’em right the fuck in!
Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της ‘Λάμψης‘ Nichoslon και Kubrick είχαν κατακλυστεί από μια δημιουργική μανία και εμμονή τα οποία άγγιζαν τα όρια της παράνοιας. Η προσήλωση τους σε αυτό το φιλμ έμοιαζε σχεδόν με εκείνη που επιδεικνύει ένας κατά συρροήν φονιάς απέναντι στα υποψήφια θύματα του. Εδώ το ‘θύμα‘ δεν ήταν άλλο από την συμπρωταγωνίστρια του Jack, η εξαιρετικά άτυχη Shelley Duvall.
Για να μπάσει στο κλίμα απομόνωσης , παράνοιας και φονικής επιθυμίας τον πρωταγωνιστή του ο, πάντοτε προβοκάτορας, Kubrick είπε στο τεχνικό επιτελείο του να ταΐζουν τον Jack μονάχα σάντουιτς με τυρί επί δυο ολόκληρες βδομάδες, ένα σνακ που ο ηθοποιός απλά το σιχαίνονταν. Παράλληλα ο σκηνοθέτης παρουσιάζονταν μονίμως απαιτητικός και απειλητικός απέναντι στην πλειοψηφία του cast και των τεχνικών. Πιστός στο, σήμα κατατεθέν, αυταρχικό ύφος του επέμενε οι σκηνές να γυρίζονται με πολλές λήψεις. Λέγεται ότι ορισμένες σκηνές χρειάστηκαν μέχρι και 50 λήψεις και πως ύστερα από όλη αυτή την διαδικασία κάποιος από τους ηθοποιούς θα γύρναγε το βλέμμα του προς τον Kubrick και θα του έλεγε κάτι του τύπου ‘οκ αυτή η τελευταία πρέπει να βγήκε μια χαρά !’ και ο σκηνοθέτης αφού θα συμφωνούσε στην συνέχεια θα τους έλεγε ένα ξερό ‘οκ πάμε ξανά.’ !
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Nicholson η συνεργασία του με τον Kubrick ήταν άψογη. Ο ηθοποιός μάλιστα έχει εκθειάσει την προσήλωση που επιδείκνυε ο δεύτερος απέναντι προς τις λεπτομέρειες υποστηρίζοντας ότι είναι ο μοναδικός σκηνοθέτης με τον οποίο έχει συνεργαστεί που απαιτούσε από τους ηθοποιούς του να έρχονται μερικές ώρες νωρίτερα στα γυρίσματα ώστε να στηθούν οι φωτισμοί σωστά επάνω τους. Παρά την καλή σχέση που είχαν μεταξύ τους Nicholson και Kubrick το ίδιο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ειπωθεί και για την σχέση που μοιράζονταν ο σκηνοθέτης με την πρωταγωνίστρια του Shelley Duvall.
Ο Kubrick επέλεξε ο ίδιος την Duvall για τον ρόλο της Wendy Torrance και λόγω των αυξημένων απαιτήσεων του την πέρασε μέσα από έναν πραγματικό εφιάλτη. Στην σκηνή όπου η Wendy προσπαθεί να απωθήσει τον θεοπάλαβο σύζυγο της με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ ο Kubrick την ανάγκασε να γυρίσει τη σκηνή …127 φορές (μπαίνοντας έτσι και στο ρεκόρ Guinness !) με αποτέλεσμα τα τρεμάμενα χέρια της και τα πρησμένα και κατακόκκινα μάτια της να είναι το αυθεντικό αποτέλεσμα μιας πολύ επίπονης και τραυματικής ημέρας στα γυρίσματα…
Όμως ο πραγματικός Τρόμος ήρθε στην, κλασσική πλέον, σκηνή όπου ο Jack Torrance γκρεμίζει την πόρτα του μπάνιου με ένα τσεκούρι με σκοπό να πετσοκόψει την ενοχλητική γυναίκα του. Χρειάστηκαν τρεις ολόκληρες μέρες και πάνω από 60 κατεστραμμένες πόρτες για να βγει η σκηνή ‘σωστά’. Ο Kubrick που τα είχε κάνει πλακάκια με τον εξίσου ταλαντούχο ψυχάκια Jack Nicholson έδωσε εντολή στον δεύτερο να αυτοσχεδιάσει ελεύθερα και ταυτόχρονα άφησε την Duvall εντελώς στο σκοτάδι, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για το πότε και πως ο Nicholson θα τσεκουρώσει την πόρτα, με αποτέλεσμα ο τρόμος που εκφράζει κατά την διάρκεια της σκηνής να είναι 100% αυθεντικός ενώ οι φήμες λένε ότι όταν ουρλιάζει έντρομη ‘please Jack’ απευθύνεται όχι στον χαρακτήρα του ρόλου αλλά στον ίδιο τον Jack Nicholson !
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά ο σκηνοθέτης είχε δώσει στα κρυφά απαράβατη εντολή στους συντελεστές της ταινίας να μην δείχνουν το παραμικρό ίχνος συμπάθειας προς την πρωταγωνίστρια και να την αγνοούν εντελώς ενώ και ο ίδιος δεν έχανε ευκαιρία να την κράζει δημόσια για τις υποκριτικές τις δυνατότητες. Με λίγα λόγια η Shelley Duvall ακολούθησε ένα πολύ σκληρό method acting πολύ πριν το κάνουν αναγνωρισμένοι και ταλαντούχοι ηθοποιοί όπως οι Leonardo DiCaprio και Christian Bale όμως η διαφορά ήταν ότι εκείνη δεν το έκανε εν γνώση της και κάτι τέτοιο μπορεί πολύ εύκολα να σε τρελάνει. Τα γυρίσματα της Λάμψης διήρκεσαν γύρω στις 500 μέρες και σχεδόν κάθε μέρα η Shelley πλάνταζε στο κλάμα για τουλάχιστον 12 ώρες μην αντέχοντας την πίεση του μανιακού σκηνοθέτη της. Έφτασε μέχρι το σημείο να έχει πάντα δίπλα της ένα μπουκάλι με νερό για να μην αφυδατώνεται από τα λίτρα ολόκληρα δακρύων που έριχνε ενώ άρχισαν να πέφτουν και τα μαλλιά της… Μέχρι και ο ψυχάκιας ο Jack Nicholson αργότερα δήλωσε ότι η συμπρωταγωνίστρια του ‘είχε την πιο δύσκολη δουλειά που έχω δει ποτέ μου να κάνει ένας ηθοποιός’.
Πρόσφατα μαθεύτηκε ότι η Shelley Duvall αντιμετωπίζει ορισμένα αρκετά σοβαρά και ανησυχητικά προβλήματα ψυχικής υγείας. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η ηθοποιός ποτέ της δεν βγήκε αλώβητη από εκείνο το καταραμένο ‘δωμάτιο 237’ μέσα στο οποίο την ‘έριξε‘ ο σκηνοθέτης της…
‘All work and no play makes Jack a dull boy.’
H σκληρή αλήθεια είναι ότι οι ανορθόδοξες και σχεδόν σαδιστικές τακτικές του σκηνοθέτη είχαν άμεσο και θεαματικό αντίκτυπο ως προς την ποιότητα της ερμηνείας της Duvall.
Αν και με αυτόν τον ισχυρισμό μου μάλλον ο Stephen King ελάχιστα έως καθόλου θα συμφωνεί…
Επί πολλά χρόνια ο συγγραφέας δήλωνε δυσαρεστημένος και πληγωμένος από τον τρόπο που ο Stanley Kubrick διαχειρίστηκε την νουβέλα του. Διάολε για την ακρίβεια ο σκηνοθέτης ποτέ του δεν μπήκε καν στον ‘κόπο‘ να διαβάσει το σενάριο που του παρέδωσε ο συγγραφέας. Ο Kubrick ανέκαθεν θεωρούσε ‘αδύναμη‘ την γραφή του King και με όλο τον σεβασμό προς τους , αμέτρητους, οπαδούς του δεύτερου θα συμφωνήσω απόλυτα με τον σκηνοθέτη. Ως συγγραφέας ο King πάντα διακρίνονταν από μια δήθεν ‘ακραία‘ αισθητική ενώ παραδοσιακά έχει την τάση να ‘μπουκώνει‘ θεματολογικά τις ιστορίες του και κατά συνέπεια να πνίγει τόσο την δυναμική όσο και την ουσία τους. Από την άλλη ο Kubrick σαν σκηνοθέτης λειτουργούσε με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο όντας πιο κυνικός, ωμός αλλά και σταράτος ως προς την απόδοση των έργων του.
Τα ζόρια που τράβαγε ο συγγραφέας με την κινηματογραφική μεταφορά της Λάμψης του ήταν ουκ λίγα και ιδού ορισμένες δηλώσεις στις οποίες αποκαλύπτει ορισμένα από αυτά :
- H ταινία αυτή μοιάζει με ένα φανταχτερό αμάξι δίχως κινητήρα.
- Η μεταφορά αυτή είναι υπερβολικά ψυχρή. Δεν σου δίνει το παραμικρό κίνητρο ώστε να δεθείς συναισθηματικά με την οικογένεια.
- Το πρόβλημα είναι ότι ο Kubrick ξαφνικά αποφάσισε να γυρίσει μια ταινία τρόμου χωρίς όμως να έχει την παραμικρή κατανόηση σχετικά με το πως λειτουργεί το είδος.
- Ο χαρακτήρας της Shelley Duvall λειτουργεί μονάχα ως μια μηχανή κραυγών.
Ο King θεωρούσε την απεικόνιση που έκανε ο Kubrick στην Wendy Torrance εντελώς ‘μισογυνιστική‘ ενώ δεν γούσταρε καθόλου και την επιλογή του Jack Nicholson για τον ρόλο του Jack Torrance…
- O Kubrick δεν είχε την παραμικρή ιδέα ότι ο Nicholson έπαιζε τότε ακριβώς τον ίδιο μηχανόβιο ψυχάκια που συνήθιζε να παίζει σε όλα αυτά τα biker φιλμ που έπαιζε μέχρι τότε. Ο τύπος είναι τρελός. Που συναντάται η τραγωδία όταν ο άνθρωπος που εμφανίζεται στην συνέντευξη για την δουλειά του επιστάτη είναι εξαρχής παλαβός ? Μισούσα τον Kubrick για αυτό που έκανε.
Μάλιστα ο συγγραφέας πίεζε τότε τον σκηνοθέτη ώστε να αντικαταστήσει τον εκλεκτό Jack με έναν ηθοποιό τύπου Jon Voight όμως ο Kubrick παρέμεινε πεισματικά πιστός στην επιλογή του.
Πάντως μέσα σε αυτό τον παροξυσμό δηλώσεων ο King είπε και ένα σωστό :
- Πιστεύω ότι ετοιμάζει μια ταινία που θα πληγώσει τους ανθρώπους που θα την δουν.
Και που να πάρει η οργή σε αυτό το τελευταίο ο King είχε ένα απόλυτο δίκαιο…
‘The most terrible nightmare I ever had. It’s the most horrible dream I ever had.’
Είναι γνωστό πλέον ότι ως σκηνοθέτης ο Kubrick αρέσκονταν στο να καταπιάνεται με διάφορα είδη ταινιών. Ένα από αυτά που τον ενδιέφεραν τότε ήταν και αυτό του τρόμου. Μάλιστα στα 70s ο σκηνοθέτης βρέθηκε μια ανάσα πίσω από την κάμερα του, διαχρονικού και εμβληματικού σήμερα, ‘Εξορκιστή’ όμως αυτή η δουλεία κατέληξε στα χέρια του συναδέλφου του William Friedkin καθώς ο πρώτος αρνήθηκε να αναλάβει την σκηνοθεσία δίχως να πάρει και τον ρόλο του παραγωγού. Λίγο καιρό αργότερα ο Kubrick παραδέχτηκε σε έναν φίλο του ότι επιθυμούσε ‘ να γυρίσει την πιο τρομακτική ταινία όλων των εποχών η οποία θα προκαλούσε φοβερούς εφιάλτες στο κοινό της’.
Όσον αφορά , τουλάχιστον , το δεύτερο σκέλος αυτής τους της επιθυμίας ο Stanley Kubrick τα κατάφερε άψογα. Σε αυτό τσόνταρε τα μέγιστα και το γεγονός ότι ο Kubrick είχε πωρωθεί με το φιλμ με τίτλο Eraserhead του συναδέλφου του David Lynch και επιθυμούσε να φτιάξει μια ταινία με παρόμοια ‘δύναμη’.
Η φράση ‘κύλησε ο τέντζερης…’ κολλάει ιδανικά στην συνεργασία ανάμεσα στους Kubrick και Nicholson. Οι δυο τους, ο πρώτος με την σαδιστική του προσήλωση στις λεπτομερείς και στο έμφυτο ταλέντο του ως προς την απόδοση της σωματικής αλλά και ψυχολογικής βίας ενώ ο δεύτερος με το αστείρευτο ταμπεραμέντο και την αρτιστική αλλά και φυσική του τρέλα, κατόρθωσαν να μας δώσουν τότε λαμπρές και τρομερές σεκάνς φρίκης και απόγνωσης.
Μέχρι και σήμερα το ξενοδοχείο Overlook που ‘έχτισε‘ ο σκηνοθέτης επάνω στα χιονισμένα βουνά του Όρεγκον φαντάζει ως μια απόλυτη Κόλαση εγκατάλειψης και απομόνωσης. Ένα ψυχρό και καταραμένο μέρος που οι αχανείς διάδρομοι αλλά και τα δωμάτια του ‘ζέχνουν‘ από μια πεντακάθαρη κακία.
‘Υπάρχει κάτι το εντελώς λάθος γύρω από την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Έχει μια κακία μέσα της. Ένα από τα πράγματα που μπορούν να κάνουν οι ιστορίες τρόμου είναι να μας δείξουν τα αρχέτυπα του ασυνείδητου. Σε αυτές τις ιστορίες μπορούμε να διακρίνουμε το σκοτάδι δίχως να χρειαστεί να έρθουμε σε άμεση αντιπαράθεση μαζί του’.
Ακριβώς με αυτόν τον τρόπο λειτουργεί εδώ και το ξενοδοχείο του Kubrick. Ως ένα μέρος που θα αφυπνίσει και στην συνέχεια θα προκαλέσει όλο το κακό και την σαπίλα που κουβαλάς μέσα σου ως άνθρωπος. Στην προκειμένη περίπτωση το ‘θύμα‘ του ξενοδοχείου είναι η , εξαρχής προβληματική, φαμίλια των Torrance…
‘Does it matter to you at all that the owners have placed their complete confidence and «trust» in me, and that I have signed a letter of agreement, a «contract«, in which I have accepted that responsibility? Do you have the slightest idea what a «moral and ethical principal» is? Do you? Has it ever occurred to you what would happen to my future, if I were to fail to live up to my responsibilities? Has it ever occurred to you? Has it?’
Το να ρίξουμε αποκλειστικά το φταίξιμο σε ένα ‘καταραμένο ξενοδοχείο’ ή σε κάτι το ‘μεταφυσικό‘ για τις βίαιες πράξεις του ‘επιστάτη’ Jack Torrance σαφώς και φαντάζει μια λογική κίνηση όμως από την άλλη θα αποτελούσε και μια εγκληματική υποκρισία εκ μέρους μας. Ναι ο Kubrick ‘έσφαξε‘ πολλά από τα μεταφυσικά κομμάτια της νουβέλας, μερικά επειδή θεωρούσε ότι δεν μπορούσαν να αποδοθούν πειστικά με τις τότε τεχνικές ενώ άλλα επειδή πολύ απλά τα θεωρούσε αδύναμα ή ηλίθια, όμως κατά την διάρκεια της ταινίας του μας γίνεται ξεκάθαρο ότι μέσα σε αυτό το ξενοδοχείο κατοικούν δυνάμεις που ξεπερνούν κατά πολύ την ανθρώπινη φύση και λογική μας.
Καθώς βλέπουμε και ακούμε τον Dick Hallorann του Scatman Crothers να ενημερώνει τον πιτσιρικά Danny Torrance σχετικά με την ‘Λάμψη‘ που κουβαλά μέσα του αλλά και για το ‘Κακό‘ που στοιχειώνει το νέο του ‘σπίτι‘ αρχίζουμε να κατανοούμε ότι κάτι το ανίερο κατακλύζει αυτό το μέρος. Παράλληλα εκείνη την στιγμή αντιλαμβανόμαστε και ότι ο μπαμπάς Jack κατέχει το ίδιο χάρισμα / κατάρα με το παιδί του μιας και σύμφωνα με τον Dick η ‘Λάμψη‘ είναι κάτι που κληρονομείται. Μόνο που αντίθετα με τον ενήμερο πλέον Danny ο μπαμπάς του πιθανότατα δεν έχει την παραμικρή ιδέα γύρω από την ύπαρξη και την σημασία της Λάμψης στην ζωή του.
Και κάπως έτσι ο Jack Torrance, ένας άντρας που στο παρελθόν ήδη έχει επιδείξει βίαιες και κατακριτέες τάσεις, καταλήγει στο λόμπι του ξενοδοχείου να πίνει , ύστερα από ένα μάλλον μικρό διάστημα απεξάρτησης, το ένα ποτήρι ουίσκι πίσω από το άλλο και να ‘συζητά‘ με ένα από τα ‘φαντάσματα‘ του Overlook γύρω από όλα εκείνα που ‘πρέπει να κάνει’ ώστε να είναι απόλυτα συνεπής προς την ‘τόσο σημαντική δουλεία’ που του έχει ανατεθεί…
- Lloyd: Women, can’t live with them, can’t live without them.
- Jack Torrance: Words of wisdom, Lloyd my man. Words of wisdom.”
Ακόμη και αν αφαιρέσουμε τους παράγοντες της ‘Λάμψης‘ και του μεταφυσικού στοιχείου είναι πραγματικά εύκολο να φανταστούμε όλους τους ‘Jack‘ που κυκλοφορούν ανάμεσα μας σε καθημερινή βάση έξω στον αληθινό κόσμο. Ο επιστάτης αυτός δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά ένας ακόμη προβληματικός και τραγικός άντρας που επιτρέπει σε μια εργασία, που δεν τον εκφράζει καθόλου ως άνθρωπο, να καταναλώσει ένα μεγάλο και εξαιρετικά πολύτιμο κομμάτι της ψυχοσύνθεσης του. Απλά σκέψου όλες εκείνες τις φορές που επιστρέφοντας από μια ακόμη ‘χαμένη μέρα’ από την σκατένια δουλειά σου ένιωσες την ανάγκη να βγάλεις όλα σου τα απωθημένα επάνω στα αγαπημένα σου πρόσωπα. Όλοι μας , λίγο ή πολύ , έχουμε βρεθεί στα ‘παπούτσια‘ του Jack Torrance, καθώς όλοι μας πιεζόμαστε σε καθημερινή βάση να ανταποκριθούμε στις ευθύνες που μας έχουν ανατεθεί και να αποδείξουμε με αυτό τον τρόπο την ‘αξία‘ μας, όμως είναι η αδυναμία που επιδεικνύει απέναντι σε αυτές τις παρορμήσεις εκείνη που τον καθιστά τον τραγικό κακό της όλης υπόθεσης.
Σε πολλές από τις ιστορίες του ο Stephen King παρουσιάζει την συγγραφή ως το πιο πολύτιμο και αποτελεσματικό ‘γιατρικό‘ απέναντι στις , κάθε είδους, ψυχολογικές πιέσεις. Λειτουργώντας εντελώς βιωματικά ο King μας δίνει αρκετούς χαρακτήρες που εργάζονται ή θέλουν να γίνουν συγγραφείς επάνω στην ανάγκη τους για έκφραση αλλά και στην επιθυμία να ξεπεράσουν ή απλά να ξεφύγουν από τα προβλήματα που τους απασχολούν. Όμως εδώ αυτή η ‘πανάκεια‘ απλά δεν λειτουργεί καθόλου για τον Jack Torrance. Ο άντρας αυτός κάθεται μέρα και νύχτα επάνω από μια γραφομηχανή όμως στο τέλος αδυνατεί να βρει τα σωστά λόγια μέσα του. Και κάπως έτσι καταλήγει να δακτυλογραφεί την ίδια φράση, ξανά και ξανά και ξανά μέχρι που φτάνει στο αναπόφευκτο σημείο της απόλυτης οργής και απόγνωσης.
Τα δυο αυτά τελευταία συναισθήματα ο Jack τα εξαπολύει απέναντι στην ίδια του την οικογένεια και κατά συνέπεια στήνει γύρω τους ένα σκηνικό φόβου και φρίκης το οποίο αποδίδεται με έναν σχεδόν μαεστρικό σαδισμό από τον Kubrick. Η καημένη η Wendy και το αθώο αγοράκι της φαίνονται ανήμποροι να ξεφύγουν από την μανία που έχει κατακλύσει τον πατριάρχη της οικογένειας. Οι κλειστοφοβικοί και αχανείς διάδρομοι του Overlook φαίνονται ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να προδώσουν τις κρυψώνες που επιλέγουν μπας και γλιτώσουν από την παράνοια του Jack ενώ από την άλλη έξω καραδοκεί ένα ατελείωτο και αμείλικτο ψύχος το οποία φαντάζει απλά απροσπέλαστο. Με αυτό το άγριο τοπίο ο Kubrick ίσως να αποτυπώνει και την αίσθηση που αφήνει η ενδοοικογενειακή βία :
Τρέξε όσο θες. Χωρίς βοήθεια από τον έξω κόσμο δεν θα πας και πολύ μακριά.
Αυτό το τελευταίο σκηνικό ψύχους επιλέγει ο νεώτερος Torrance ως το ‘όπλο‘ που θα τον βοηθήσει να βάλει ένα τέλος στην φονική ψύχωση του πατέρα του αλλά και την βία που υφίσταται από τα χέρια και τα λόγια του. Ο πιτσιρικάς κατορθώνει να εγκλωβίσει όλο το κακό, την κακοποίηση και την τρέλα σε έναν λαβύρινθο και τα αφήνει εκεί να παγώσουν ελπίζοντας ότι θα μείνει εκεί για πάντα. Μάλλον ένας ευσεβής πόθος διότι στον κόσμο που ζούμε αυτό το ‘Κακό‘ θα τον ξαναβρεί είτε με την ίδια μορφή είτε με κάποια άλλη. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι στο φινάλε ο γιος επιστρατεύει τις διδαχές του ίδιου του πατέρα του ώστε να τον οδηγήσει στον θάνατο του…
Στην εισαγωγή της ‘Λάμψης‘ καθώς βλέπουμε την ,χαρούμενη τότε, φαμίλια των Torrance να οδεύει προς τον τόπο του μαρτυρίου και της Καταδίκης τους σε μια φάση ακούμε πατέρα και γιο να έχουν τον εξής διάλογο :
- Danny Torrance: What was the Donner Party?
- Jack Torrance: They were a party of settlers in covered-wagon times. They got snowbound one winter in the mountains. They had to resort to cannibalism in order to stay alive.
- Danny Torrance: You mean they ate each other up?
- Jack Torrance: They had to, in order to survive.”
Και στο φινάλε ο Danny κάνει πράξη ακριβώς αυτό που του είχε πει ο πατέρας του καθώς τον ‘κανιβαλίζει‘ ώστε να επιβιώσει ο ίδιος.
‘My girls, sir, they didn’t care for the Overlook at first. One of them actually stole a pack of matches, and tried to burn it down. But I «corrected» them sir. And when my wife tried to prevent me from doing my duty, I «corrected» her.’
Όσον αφορά την μαμά Wendy στο τρομαγμένο και συγχυσμένο πρόσωπο της συναντάμε μια ακόμη γυναίκα που υποφέρει από την συζυγική καταπίεση και κακοποίηση. Μια γυναίκα όπως εκατομμύρια άλλες μέσα στην κοινωνία μας που συστηματικά πέφτει θύμα των βίαιων ορέξεων και πρακτικών ενός ολότελα προβληματικού άντρα. Το τρομαχτικό της όλης υπόθεσης είναι ότι οι υπόλοιπες γυναίκες δεν έχουν την ‘δικαιολογία‘ ότι ο άντρας τους ‘βασανίζεται’ από ‘φαντάσματα‘ , ‘δαίμονες‘ ‘ματωμένα δίδυμα κοριτσάκια’, ‘σάπιες γριές’ ή άλλες ‘σκοτεινές δυνάμεις’. Στο μοναδικό ‘δωμάτιο 237’ στο οποίο εισήλθαν οι δικοί τους άντρες βρίσκεται μονάχα στο πίσω και σκοτεινό μέρος του μυαλού τους. Όμως από την άλλη ούτε και ο Jack Torrance, παρά τα όσα βλέπει και βιώνει, μπορεί να δικαιολογηθεί κάπως για τις δικές του πράξεις.
Στο τέλος κανείς δεν ‘κυριεύει‘ τον Jack. Κανείς δεν τον διαστρεβλώνει σε ένα τρελό και βίαιο ‘Κτήνος‘. Το μόνο που κάνει το ‘ξενοδοχείο‘ και οι ‘ένοικοι‘ του είναι να ψιθυρίσουν μερικά λογάκια στο αυτί του και να τον σπρώξουν προς εκείνη την κακή πλευρά της φύσης μας για την οποία μιλούσε ο Kubrick.
Όπως και να χει η επιλογή του Jack να απελευθερώσει από μέσα του το ‘Κτήνος’ και να αφεθεί ολοκληρωτικά σε εκείνο είναι αποκλειστικά δική του…
Με το The Shining ο Stanley Kubrick γράπωσε ένα ‘τσεκούρι‘ και με αυτό κατακρεούργησε την οποιαδήποτε μεταφυσική και δήθεν ‘τρομαχτική‘ υπερβολή του Stephen King. Και για μένα καλά έκανε. Το ότι ο King τα κατάφερε ως συγγραφέας σε καμία περίπτωση δεν τον κάνει και εξπέρ της τέχνης του κινηματογράφου και το πως πρέπει να αποδίδεται ‘σωστά‘ ο ‘τρόμος‘ επάνω στο πανί. Το απέδειξε αυτό άλλωστε και ο ίδιος με την δική του, τηλεοπτική και ‘αυθεντική‘, μεταφορά της Λάμψης του μερικά χρόνια αργότερα. Τα μοναδικά πράγματα που κράτησε εδώ ο Kubrick είναι ένα ‘ξενοδοχείο‘ που λειτουργεί ως ο ‘ξενώνας ‘ ενός γνήσιου και θνητού ‘Κακού‘ το οποίο συναντάται μέσα στην φύση μας αλλά και μια χούφτα από φαντάσματα και παραισθήσεις ώστε να προκαλέσουν αυτό το Κακό και να το οδηγήσουν προς την επιφάνεια.
Στο τέλος όλα τα δωμάτια αυτού του ‘καταραμένου ξενοδοχείου‘ οδηγούν τον Jack Torrance προς όλα εκείνα τα πρωτόγονα ένστικτα που από την γέννηση του το είδος μας απλά αδυνατεί να τα αποτινάξει από μέσα του. To μήνυμα , και εδώ , του σκηνοθέτη είναι σαφέστατο και σταράτο :
Όσο και αν εξελιχτούμε ποτέ μας δεν θα πάψουμε να είμαστε, και, κτήνη.
Ίσως τελικά έτσι να εξηγείται και το περίφημο φινάλε της ταινίας όπου ο φονιάς Jack Torrance γίνεται επίτιμο και μόνιμο μέλος του επιτελείου και των πελατών αυτού του ξενοδοχείου. Στην τελική ο Jack είναι ένας ακόμη αδύναμος θνητός που απέτυχε ή δεν προσπάθησε καν να αντισταθεί στις ποταπές και κτηνώδεις παρορμήσεις που κρύβονται και παραμονεύουν καρτερικά μέσα σε όλους μας.